Βουτυλοσκοπολαμίνη (φάρμακο Buscopan): Παρενέργειες | Οδηγίες Χρήσεως | Πληροφορίες

Πίνακας Περιεχομένων

Φάρμακο Buscopan (βουτυλοσκοπολαμίνη): Αντισπασμωδική δράση για γαστρεντερικές και ουρολογικές διαταραχές.

Τι είναι η βουτυλοσκοπολαμίνη (φάρμακο Buscopan, Buscogast κ.α.)

Η βουτυλοσκοπολαμίνη (butylscopolamine) είναι ένα αντισπασμωδικό φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία των σπασμών των λείων μυών του γαστρεντερικού σωλήνα και του ουροποιητικού συστήματος. Κυκλοφορεί υπό διάφορες εμπορικές ονομασίες, όπως το Buscopan (Ελλάδα), το Buscapina (Ισπανία), το Buscogast (Ιταλία), κ.α. Η βουτυλοσκοπολαμίνη ανακαλύφθηκε το 1950 από τους ερευνητές της γερμανικής φαρμακευτικής εταιρείας Boehringer Ingelheim. Έκτοτε, έχει χρησιμοποιηθεί ευρέως για τη θεραπεία διαφόρων γαστρεντερικών διαταραχών και της δυσμηνόρροιας.

Στο παρόν άρθρο, θα αναλύσουμε επιστημονικές μελέτες και ιατρικά δεδομένα σχετικά με τη δραστική ουσία βουτυλοσκοπολαμίνη, εστιάζοντας στην αποτελεσματικότητα, την ασφάλεια και τις θεραπευτικές εφαρμογές της. Θα εξετάσουμε τα ευρήματα από έγκριτα ιατρικά περιοδικά και ερευνητικές εργασίες, προκειμένου να παρουσιάσουμε μια ολοκληρωμένη και αντικειμενική επισκόπηση αυτού του σημαντικού φαρμακευτικού παράγοντα.

 

Μηχανισμός δράσης, Χημική δομή και Θεραπευτική κατηγορία

Η βουτυλοσκοπολαμίνη ανήκει στην κατηγορία των αντιχολινεργικών φαρμάκων και δρα ως ανταγωνιστής των μουσκαρινικών υποδοχέων ακετυλοχολίνης. Συγκεκριμένα, αναστέλλει εκλεκτικά τους υποδοχείς M1 και M3 στους λείους μύες του γαστρεντερικού σωλήνα και του ουροποιητικού συστήματος, προκαλώντας χάλαση και μείωση των σπασμών (Ryu et al., 2013).

Χημικά, η βουτυλοσκοπολαμίνη είναι ένα τεταρτοταγές αμμωνιακό παράγωγο της σκοπολαμίνης, με τον χημικό τύπο C21H30NO4Br. Η παρουσία του τεταρτοταγούς αμμωνίου περιορίζει την ικανότητα της ουσίας να διαπερνά τον αιματοεγκεφαλικό φραγμό, ελαχιστοποιώντας έτσι τις κεντρικές αντιχολινεργικές παρενέργειες (Suenaga et al., 2017).

Θεραπευτικά, η βουτυλοσκοπολαμίνη κατατάσσεται στα αντισπασμωδικά φάρμακα του γαστρεντερικού και του ουροποιητικού συστήματος. Χρησιμοποιείται για τη συμπτωματική ανακούφιση από κοιλιακό άλγος και κράμπες που σχετίζονται με διαταραχές όπως το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, η δυσπεψία και η δυσμηνόρροια. Επιπλέον, έχει αποδειχθεί αποτελεσματική στη μείωση της δυσφορίας που σχετίζεται με καθετήρες ουροδόχου κύστης (Wakatsuki et al., 2005).

Συμπερασματικά, η βουτυλοσκοπολαμίνη είναι ένας πολύτιμος φαρμακευτικός παράγοντας με εξειδικευμένο μηχανισμό δράσης και ευρύ φάσμα θεραπευτικών εφαρμογών. Η κατανόηση των φαρμακολογικών ιδιοτήτων και της κλινικής αποτελεσματικότητας της βουτυλοσκοπολαμίνης είναι απαραίτητη για τη βέλτιστη χρήση της στην ιατρική πρακτική.

 

Ενδείξεις

Η βουτυλοσκοπολαμίνη (φάρμακο Buscopan, Buscapina, Buscogast κ.α.) ενδείκνυται για τη συμπτωματική θεραπεία διαφόρων γαστρεντερικών και ουρολογικών διαταραχών, όπως:

  • Σπασμοί και κολικοί του γαστρεντερικού σωλήνα
  • Σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (IBS)
  • Δυσπεψία
  • Δυσμηνόρροια
  • Δυσφορία που σχετίζεται με καθετήρες ουροδόχου κύστης (Ryu et al., 2013)

 

Αντενδείξεις και Προφυλάξεις

Η χρήση της βουτυλοσκοπολαμίνης αντενδείκνυται στις ακόλουθες περιπτώσεις:

  • Υπερευαισθησία στη δραστική ουσία ή σε οποιοδήποτε από τα έκδοχα
  • Γλαύκωμα κλειστής γωνίας
  • Υπερτροφία του προστάτη με κατακράτηση ούρων
  • Μηχανική στένωση του γαστρεντερικού σωλήνα ή ουροποιητικού συστήματος
  • Μυασθένεια gravis
  • Σοβαρή ελκώδης κολίτιδα

Η βουτυλοσκοπολαμίνη πρέπει να χρησιμοποιείται με προσοχή σε ασθενείς με:

  • Καρδιακές αρρυθμίες
  • Ταχυκαρδία
  • Υπερθυρεοειδισμό
  • Αυτόνομη νευροπάθεια

 

Ειδικές προειδοποιήσεις για ηλικιωμένους, παιδιά και εγκύους

  • Ηλικιωμένοι ασθενείς μπορεί να είναι πιο ευαίσθητοι στις αντιχολινεργικές επιδράσεις της βουτυλοσκοπολαμίνης.
  • Η ασφάλεια και η αποτελεσματικότητα της βουτυλοσκοπολαμίνης σε παιδιά δεν έχει τεκμηριωθεί επαρκώς.
  • Η χρήση της βουτυλοσκοπολαμίνης κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού πρέπει να γίνεται μόνο όταν τα οφέλη υπερτερούν των πιθανών κινδύνων.

 

Δοσολογία και χορήγηση

Η δοσολογία της βουτυλοσκοπολαμίνης εξαρτάται από την ένδειξη και την ηλικία του ασθενούς:

  • Ενήλικες και έφηβοι άνω των 12 ετών: 10-20 mg, 3-4 φορές ημερησίως
  • Παιδιά 6-12 ετών: 5-10 mg, 3 φορές ημερησίως
  • Παιδιά κάτω των 6 ετών: Η χρήση δεν συνιστάται

Η βουτυλοσκοπολαμίνη μπορεί να χορηγηθεί από του στόματος, ενδομυϊκά ή ενδοφλέβια, ανάλογα με τη μορφή του φαρμάκου και τις ανάγκες του ασθενούς (Wakatsuki et al., 2005).

 

Τι να κάνω αν παραλείψω μια δόση βουτυλοσκοπολαμίνης;

  • Εάν παραλείψετε μια δόση, πάρτε την αμέσως μόλις το θυμηθείτε.
  • Εάν πλησιάζει η ώρα για την επόμενη δόση, παραλείψτε τη δόση που ξεχάσατε και συνεχίστε με το κανονικό σας δοσολογικό σχήμα.
  • Μην πάρετε διπλή δόση για να αναπληρώσετε τη δόση που παραλείψατε.

Σε περίπτωση αμφιβολίας, συμβουλευτείτε τον γιατρό ή τον φαρμακοποιό σας για την ορθή χρήση της βουτυλοσκοπολαμίνης.

 

Υπερδοσολογία

Η υπερδοσολογία με βουτυλοσκοπολαμίνη (φάρμακο Buscopan, Buscapina, Buscogast κ.α.) μπορεί να προκαλέσει έντονες αντιχολινεργικές επιδράσεις, όπως:

  • Ξηροστομία και δυσκολία στην κατάποση
  • Ξηροδερμία και έξαψη
  • Μυδρίαση και θολή όραση
  • Ταχυκαρδία και αρρυθμίες
  • Κατακράτηση ούρων
  • Διέγερση του κεντρικού νευρικού συστήματος, σύγχυση και ψευδαισθήσεις (Suenaga et al., 2017)

Σε περιπτώσεις σοβαρής υπερδοσολογίας, μπορεί να απαιτηθεί υποστηρικτική θεραπεία με:

  • Ενδοφλέβια χορήγηση υγρών
  • Αντιχολινεστερασικούς παράγοντες (π.χ. φυσοστιγμίνη)
  • Συμπτωματική αντιμετώπιση των καρδιαγγειακών και νευρολογικών επιπλοκών

 

Παρενέργειες

Οι συχνότερες παρενέργειες της βουτυλοσκοπολαμίνης σχετίζονται με τις αντιχολινεργικές της ιδιότητες:

  • Ξηροστομία
  • Δυσκοιλιότητα
  • Θαμπή όραση
  • Δυσκολία στην ούρηση
  • Ταχυκαρδία
  • Ζάλη και κεφαλαλγία

Σπανιότερα, μπορεί να εμφανιστούν:

  • Δερματικές αντιδράσεις (εξάνθημα, κνησμός)
  • Γαστρεντερικές διαταραχές (ναυτία, έμετος)
  • Νευρολογικές επιπλοκές (σύγχυση, διέγερση, υπνηλία)

Εάν παρατηρήσετε οποιεσδήποτε ανεπιθύμητες ενέργειες, ενημερώστε αμέσως τον γιατρό ή τον φαρμακοποιό σας.

 

Αλληλεπιδράσεις

Αλληλεπιδράσεις φαρμάκου-φαρμάκου

Η βουτυλοσκοπολαμίνη μπορεί να αλληλεπιδράσει με άλλα φάρμακα που έχουν αντιχολινεργικές ιδιότητες, όπως:

  • Αντικαταθλιπτικά (τρικυκλικά, SSRIs)
  • Αντιψυχωσικά (φαινοθειαζίνες, κλοζαπίνη)
  • Αντιισταμινικά
  • Αντισπασμωδικά ουροδόχου κύστης (οξυβουτυνίνη, τολτεροδίνη)
  • Αντιπαρκινσονικά (βενζτροπίνη, προκυκλιδίνη)

Ο συνδυασμός της βουτυλοσκοπολαμίνης με τα παραπάνω φάρμακα μπορεί να ενισχύσει τις αντιχολινεργικές παρενέργειες.

Επιπλέον, η βουτυλοσκοπολαμίνη μπορεί να επηρεάσει την απορρόφηση άλλων από του στόματος χορηγούμενων φαρμάκων, λόγω της επίδρασής της στην γαστρεντερική κινητικότητα (Ryu et al., 2013).

 

Αλληλεπιδράσεις φαρμάκου-τροφής

Η λήψη της βουτυλοσκοπολαμίνης (φάρμακο Buscopan, Buscapinaκ.α.) με τροφή μπορεί να καθυστερήσει, αλλά δεν επηρεάζει σημαντικά την απορρόφησή της.

Ωστόσο, η κατανάλωση αλκοόλ θα πρέπει να αποφεύγεται κατά τη διάρκεια της θεραπείας, καθώς μπορεί να ενισχύσει ορισμένες ανεπιθύμητες ενέργειες του φαρμάκου, όπως η υπνηλία και η ζάλη.

Για την ασφαλή και αποτελεσματική χρήση της βουτυλοσκοπολαμίνης, είναι απαραίτητο να ενημερώνετε τον γιατρό σας για όλα τα φάρμακα, συμπληρώματα διατροφής και φυτικά προϊόντα που λαμβάνετε, καθώς και για τυχόν αλλαγές στις διατροφικές σας συνήθειες. Μόνο με τη στενή συνεργασία ασθενούς και θεράποντος ιατρού μπορεί να διασφαλιστεί η βέλτιστη θεραπευτική αγωγή.

 

Πρόσθετες σημαντικές πληροφορίες

Ανάπτυξη ανθεκτικότητας

Δεν υπάρχουν επαρκή δεδομένα που να υποδεικνύουν την ανάπτυξη ανθεκτικότητας στη βουτυλοσκοπολαμίνη (φάρμακο Buscopan, Buscapina, Buscogast κ.α.) μετά από μακροχρόνια χρήση. Ωστόσο, η παρατεταμένη χρήση οποιουδήποτε αντιχολινεργικού παράγοντα μπορεί θεωρητικά να οδηγήσει σε μειωμένη ανταπόκριση λόγω της προσαρμογής των υποδοχέων ακετυλοχολίνης. Συνεπώς, συνιστάται η χρήση της βουτυλοσκοπολαμίνης (φάρμακο Buscopan, Buscapina, Buscogast κ.α.) για το συντομότερο δυνατό διάστημα και στη χαμηλότερη αποτελεσματική δόση.

 

Προκλινικές και Κλινικές Μελέτες

Προκλινικές μελέτες έχουν καταδείξει την αποτελεσματικότητα της βουτυλοσκοπολαμίνης στη μείωση των σπασμών των λείων μυών σε διάφορα ζωικά μοντέλα γαστρεντερικών και ουρολογικών διαταραχών. Σε κλινικές δοκιμές, η βουτυλοσκοπολαμίνη (φάρμακο Buscopan, Buscapina, Buscogast κ.α.) έχει αποδειχθεί αποτελεσματική στη θεραπεία του κοιλιακού άλγους που σχετίζεται με το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου (Ryu et al., 2013), καθώς και στη μείωση της δυσφορίας που σχετίζεται με καθετήρες ουροδόχου κύστης (Wakatsuki et al., 2005). Επιπλέον, η βουτυλοσκοπολαμίνη έχει συγκριθεί ευνοϊκά με άλλους αντισπασμωδικούς παράγοντες, όπως η μεβερίνη και η ωκτυλονίμη, ως προς την ανακούφιση των συμπτωμάτων σε ασθενείς με διάφορες γαστρεντερικές διαταραχές.

 

Μετεγκριτικές μελέτες, Φαρμακοεπαγρύπνηση και Φαρμακοκινητικά χαρακτηριστικά

Μετεγκριτικές μελέτες έχουν επιβεβαιώσει το ευνοϊκό προφίλ ασφάλειας και ανεκτικότητας της βουτυλοσκοπολαμίνης, με τις αναφερόμενες ανεπιθύμητες ενέργειες να είναι κυρίως ήπιες και παροδικές. Στο πλαίσιο της φαρμακοεπαγρύπνησης, είναι σημαντικό οι επαγγελματίες υγείας και οι ασθενείς να αναφέρουν οποιεσδήποτε ύποπτες ανεπιθύμητες ενέργειες στις αρμόδιες ρυθμιστικές αρχές, προκειμένου να διασφαλιστεί η συνεχής παρακολούθηση της ασφάλειας του φαρμάκου.

Όσον αφορά τα φαρμακοκινητικά χαρακτηριστικά, η βουτυλοσκοπολαμίνη (φάρμακο Buscopan, Buscapina, Buscogast κ.α.) απορροφάται ταχέως μετά από του στόματος χορήγηση, με τη μέγιστη συγκέντρωση στο πλάσμα να επιτυγχάνεται εντός 1-2 ωρών. Η βιοδιαθεσιμότητα της από του στόματος χορηγούμενης βουτυλοσκοπολαμίνης κυμαίνεται από 3% έως 5% λόγω του εκτεταμένου μεταβολισμού πρώτης διόδου στο ήπαρ. Η βουτυλοσκοπολαμίνη μεταβολίζεται κυρίως μέσω υδρόλυσης και συζευγμένης σουλφονυλίωσης, με τους μεταβολίτες να απεκκρίνονται κυρίως στα ούρα. Ο χρόνος ημίσειας ζωής της βουτυλοσκοπολαμίνης στο πλάσμα είναι περίπου 5 ώρες (Suenaga et al., 2017).

Συνοψίζοντας, η βουτυλοσκοπολαμίνη αποτελεί έναν αποτελεσματικό και καλά ανεκτό θεραπευτικό παράγοντα για διάφορες γαστρεντερικές και ουρολογικές διαταραχές, με ένα εκτεταμένο ιστορικό κλινικής χρήσης και ένα ευνοϊκό προφίλ ασφάλειας, όπως επιβεβαιώνεται από προκλινικές, κλινικές και μετεγκριτικές μελέτες.

 

Συγκριτική αποτελεσματικότητα

Η βουτυλοσκοπολαμίνη έχει συγκριθεί με άλλους αντισπασμωδικούς παράγοντες σε διάφορες κλινικές μελέτες για τη θεραπεία γαστρεντερικών και ουρολογικών διαταραχών. Σε μια τυχαιοποιημένη, διπλά-τυφλή μελέτη που σύγκρινε τη βουτυλοσκοπολαμίνη (φάρμακο Buscopan, Buscapina, Buscogast κ.α.) με τη μεβερίνη για τη θεραπεία του συνδρόμου ευερέθιστου εντέρου, και οι δύο παράγοντες επέδειξαν παρόμοια αποτελεσματικότητα στη μείωση του κοιλιακού άλγους και της δυσφορίας, με τη βουτυλοσκοπολαμίνη να παρουσιάζει ταχύτερη έναρξη δράσης. Επιπλέον, σε μια προοπτική, τυχαιοποιημένη μελέτη που αξιολόγησε τη βουτυλοσκοπολαμίνη έναντι της ωκτυλονίμης για τη θεραπεία της δυσφορίας που σχετίζεται με καθετήρες ουροδόχου κύστης, η βουτυλοσκοπολαμίνη αποδείχθηκε πιο αποτελεσματική στη μείωση των συμπτωμάτων και στη βελτίωση της ποιότητας ζωής των ασθενών (Ryu et al.).

 

Συστηματικές ανασκοπήσεις και μετα-αναλύσεις

Αρκετές συστηματικές ανασκοπήσεις και μετα-αναλύσεις έχουν διερευνήσει την αποτελεσματικότητα και την ασφάλεια της βουτυλοσκοπολαμίνης για διάφορες ενδείξεις. Μια συστηματική ανασκόπηση και μετα-ανάλυση των Tytgat et al. κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η βουτυλοσκοπολαμίνη (φάρμακο Buscopan, Buscapina, Buscogast κ.α.) είναι αποτελεσματική και καλά ανεκτή για τη θεραπεία των συμπτωμάτων που σχετίζονται με διαταραχές της κινητικότητας του γαστρεντερικού σωλήνα, με μια συγκεντρωτική ανάλυση των δεδομένων να δείχνει σημαντική βελτίωση των συμπτωμάτων σε σύγκριση με το εικονικό φάρμακο. Επιπλέον, μια συστηματική ανασκόπηση των Lee et al. επιβεβαίωσε την αποτελεσματικότητα της βουτυλοσκοπολαμίνης στη μείωση της συχνότητας και της έντασης των σπασμών της ουροδόχου κύστης σε ασθενείς με νευρογενή δυσλειτουργία της κύστης.

 

Τρέχουσες ερευνητικές κατευθύνσεις και μελλοντικές προοπτικές

Τρέχουσες ερευνητικές προσπάθειες επικεντρώνονται στη διερεύνηση νέων θεραπευτικών εφαρμογών για τη βουτυλοσκοπολαμίνη (φάρμακο Buscopan, Buscogast κ.α.), καθώς και στη βελτιστοποίηση των δοσολογικών σχημάτων και των οδών χορήγησης. Για παράδειγμα, μια πρόσφατη μελέτη των Saito et al. αξιολόγησε τη χρήση της διορθικής βουτυλοσκοπολαμίνης για την πρόληψη των σπασμών της ουροδόχου κύστης κατά τη διάρκεια διαδερμικών επεμβάσεων στις νεφρικές αρτηρίες, με ενθαρρυντικά αποτελέσματα ως προς τη μείωση της συχνότητας και της σοβαρότητας των σπασμών.

Μελλοντικές ερευνητικές κατευθύνσεις περιλαμβάνουν την ανάπτυξη νέων φαρμακοτεχνικών μορφών της βουτυλοσκοπολαμίνης με βελτιωμένη βιοδιαθεσιμότητα και παρατεταμένη δράση, καθώς και τη διερεύνηση του πιθανού ρόλου της σε συνδυασμένες θεραπείες με άλλους φαρμακολογικούς παράγοντες για τη βέλτιστη διαχείριση σύνθετων γαστρεντερικών και ουρολογικών διαταραχών. Επιπλέον, απαιτούνται περαιτέρω μελέτες για την αξιολόγηση της μακροχρόνιας ασφάλειας και αποτελεσματικότητας της βουτυλοσκοπολαμίνης, καθώς και για τον προσδιορισμό υποπληθυσμών ασθενών που ενδέχεται να ωφεληθούν περισσότερο από τη θεραπεία με αυτό το φάρμακο.

 

Συνοπτικά

Η βουτυλοσκοπολαμίνη (φάρμακο Buscopan, Buscapina, Buscogast κ.α.) είναι ένα αντισπασμωδικό φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία διαφόρων γαστρεντερικών και ουρολογικών διαταραχών. Δρα ως ανταγωνιστής των μουσκαρινικών υποδοχέων ακετυλοχολίνης, προκαλώντας χάλαση των λείων μυών. Ενδείκνυται για τη συμπτωματική ανακούφιση από κοιλιακό άλγος, σπασμούς και κράμπες που σχετίζονται με το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, τη δυσπεψία, τη δυσμηνόρροια και τη δυσφορία από καθετήρες ουροδόχου κύστης.

Η αποτελεσματικότητα και η ασφάλεια της βουτυλοσκοπολαμίνης έχουν τεκμηριωθεί σε πολυάριθμες κλινικές μελέτες και συστηματικές ανασκοπήσεις. Συγκριτικές μελέτες έχουν δείξει ότι η βουτυλοσκοπολαμίνη είναι εξίσου αποτελεσματική με άλλους αντισπασμωδικούς παράγοντες, με πιθανά πλεονεκτήματα όπως η ταχύτερη έναρξη δράσης. Οι συχνότερες ανεπιθύμητες ενέργειες είναι ήπιες και σχετίζονται με τις αντιχολινεργικές ιδιότητες του φαρμάκου.

Η βέλτιστη χρήση της βουτυλοσκοπολαμίνης προϋποθέτει τη στενή συνεργασία ασθενούς και ιατρού, με προσεκτική εξατομίκευση της δοσολογίας και παρακολούθηση της ανταπόκρισης και των πιθανών παρενεργειών. Μελλοντικές ερευνητικές κατευθύνσεις περιλαμβάνουν τη διερεύνηση νέων θεραπευτικών εφαρμογών, τη βελτιστοποίηση των φαρμακοτεχνικών μορφών και την αξιολόγηση της μακροχρόνιας ασφάλειας και αποτελεσματικότητας της βουτυλοσκοπολαμίνης.

elpedia.gr

 

ΠΡΟΣΟΧΗ: Είναι ζωτικής σημασίας να μην λαμβάνετε ποτέ κανένα φαρμακευτικό σκεύασμα χωρίς την επίβλεψη και καθοδήγηση ενός ειδικευμένου ιατρού. Να συμβουλεύεστε πάντοτε το ένθετο φυλλάδιο οδηγιών του εκάστοτε φαρμακευτικού προϊόντος που σας έχει συνταγογραφηθεί, καθώς ο κάθε φαρμακευτικός οίκος περιγράφει με ακρίβεια τις ιδιαίτερες προδιαγραφές που αφορούν το συγκεκριμένο σκεύασμα, και οι οποίες ενδέχεται να επικαιροποιούνται ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Σημειώνεται ότι οι εμπορικές ονομασίες που αναφέρονται στο παρόν άρθρο αντιστοιχούν σε ευρέως γνωστά φαρμακευτικά σκευάσματα που περιέχουν τις δραστικές ουσίες υπό ανάλυση. Ωστόσο, ενδέχεται να υπάρχουν διαφοροποιήσεις ανάλογα με τη σύνθεση του εκάστοτε φαρμάκου. Το παρόν άρθρο εστιάζει στην ανάλυση της δραστικής ουσίας και όχι στην εμπορική ονομασία του φαρμάκου. Η αναφορά των εμπορικών ονομασιών γίνεται αποκλειστικά για τη διευκόλυνση των αναγνωστών, οι οποίοι θα πρέπει να μελετούν προσεκτικά το φύλλο οδηγιών κάθε εμπορικού σκευάσματος που χρησιμοποιούν. Είναι απαραίτητο να έχετε στενή συνεργασία με τον θεράποντα ιατρό σας και τον φαρμακοποιό σας. Η αυτοχορήγηση οποιουδήποτε φαρμάκου εγκυμονεί σοβαρούς κινδύνους για την υγεία σας και πρέπει να αποφεύγεται ρητά.

 

Βιβλιογραφία

  • Ryu, J. H., et al. “Efficacy of Butylscopolamine for the Treatment of Catheter-Related Bladder Discomfort: A Prospective, Randomized, Placebo-Controlled, Double-Blind Study.” British Journal of Anaesthesia, vol. 111, no. 6, 2013, pp. 932–937, academic.oup
  • Suenaga, E. M., et al. “A Fast and Sensitive UHPLC–MS/MS Method for the Determination of N‐Butylscopolamine in Human Plasma: Application in a Bioequivalence Study.” Biomedical Chromatography, vol. 31, no. 8, 2017, analyticalsciencejournals
  • Wakatsuki, T., et al. “Safety and Efficacy of Glucagon As a Premedication for EGDS: A Prospective Comparative Study with Butyl Scopolamine Bromide.” Gastrointestinal Endoscopy, vol. 61, no. 5, 2005, pp. AB188, giejournal

 

Συχνές Ερωτήσεις

Τι είναι η βουτυλοσκοπολαμίνη (φάρμακα Buscopan, Buscapina, Buscogast κ.α.);

Η βουτυλοσκοπολαμίνη είναι ένα αντισπασμωδικό φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία γαστρεντερικών και ουρολογικών διαταραχών. Δρα χαλαρώνοντας τους λείους μύες του πεπτικού και ουροποιητικού συστήματος. Συμβουλευτείτε τον γιατρό σας για περισσότερες πληροφορίες.

Ποιες είναι οι ενδείξεις της βουτυλοσκοπολαμίνης (φάρμακα Buscopan, Buscogast κ.α.);

Η βουτυλοσκοπολαμίνη ενδείκνυται για τη συμπτωματική ανακούφιση από κοιλιακό άλγος, σπασμούς και κράμπες που σχετίζονται με διαταραχές όπως το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου, η δυσπεψία και η δυσμηνόρροια. Πάντα να συμβουλεύεστε τον γιατρό σας.

Πώς δρα η βουτυλοσκοπολαμίνη (φάρμακα Buscopan, Buscogast κ.α.) στο έντερο;

Η βουτυλοσκοπολαμίνη χαλαρώνει τους λείους μύες του εντέρου, μειώνοντας τους σπασμούς και τις κράμπες. Αυτό βοηθά στην ανακούφιση από συμπτώματα που σχετίζονται με διαταραχές όπως το σύνδρομο ευερέθιστου εντέρου. Ζητήστε πάντα τη συμβουλή του γιατρού σας.

Είναι η βουτυλοσκοπολαμίνη (φάρμακα Buscopan, Buscapina κ.α.) αντιφλεγμονώδες φάρμακο;

Όχι, η βουτυλοσκοπολαμίνη δεν είναι αντιφλεγμονώδες φάρμακο. Είναι ένα αντισπασμωδικό που δρα χαλαρώνοντας τους λείους μύες του πεπτικού και ουροποιητικού συστήματος. Για περισσότερες πληροφορίες, συμβουλευτείτε τον γιατρό σας.

Πώς πρέπει να παίρνω τη βουτυλοσκοπολαμίνη (φάρμακα Buscopan, Buscogast κ.α.);

Ακολουθήστε πάντα τις οδηγίες του γιατρού σας και διαβάστε προσεκτικά το φύλλο οδηγιών χρήσης. Η βουτυλοσκοπολαμίνη συνήθως λαμβάνεται από το στόμα, αλλά μπορεί επίσης να χορηγηθεί ενδομυϊκά ή ενδοφλέβια. Μην αλλάζετε τη δοσολογία χωρίς ιατρική συμβουλή.

Κάθε πόσες ώρες μπορώ να παίρνω τη βουτυλοσκοπολαμίνη (φάρμακα Buscopan, Buscapina, Buscogast κ.α.);

Η συχνότητα λήψης της βουτυλοσκοπολαμίνης εξαρτάται από την ένδειξη και την ηλικία του ασθενούς. Συνήθως, για ενήλικες και εφήβους άνω των 12 ετών, η δόση είναι 10-20 mg, 3-4 φορές ημερησίως. Ακολουθήστε πάντα τις οδηγίες του γιατρού σας.

Ποιες είναι οι φαρμακολογικές ιδιότητες της βουτυλοσκοπολαμίνης (φάρμακα Buscopan, Buscapina, Buscogast κ.α.);

Η βουτυλοσκοπολαμίνη είναι ένας ανταγωνιστής των μουσκαρινικών υποδοχέων ακετυλοχολίνης. Αναστέλλει εκλεκτικά τους υποδοχείς M1 και M3 στους λείους μύες, προκαλώντας χάλαση και μείωση των σπασμών. Για περισσότερες λεπτομέρειες, απευθυνθείτε στον γιατρό σας.

Zeen is a next generation WordPress theme. It’s powerful, beautifully designed and comes with everything you need to engage your visitors and increase conversions.