Ο Καρδινάλιος Βησσαρίων (γεν. 2 Ιανουαρίου 1403 – απ. 18 Νοεμβρίου 1472) υπήρξε ένας διακεκριμένος Βυζαντινός λόγιος, θεολόγος, φιλόσοφος και εκκλησιαστικός άρχοντας που διετέλεσε καρδινάλιος της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.
Μορφή στην πνευματική και θρησκευτική ζωή της ύστερης Βυζαντινής περιόδου και της πρώιμης Ιταλικής Αναγέννησης, ο Βησσαρίων κατάγονταν από την Τραπεζούντα του Πόντου και μυήθηκε στην πλατωνική φιλοσοφία από τον Γεώργιο Γεμιστό Πλήθωνα. Συμμετείχε ενεργά στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας, όπου και έπαιξε καθοριστικό ρόλο στην προσωρινή Ένωση των Εκκλησιών το 1439. Η δράση αυτή οδήγησε στην ανύψωσή του σε καρδινάλιο από τον Πάπα Ευγένιο Δ’, παρά τις έντονες αντιδράσεις των Ορθοδόξων.
Η Ζωή και το Έργο του Καρδιναλίου Βησσαρίωνα
Τα Πρώτα Χρόνια και η Μόρφωση
Ο Βασίλειος Βησσαρίων γεννήθηκε το 1403 στην Τραπεζούντα του Πόντου, πρωτεύουσα τότε της ομώνυμης Αυτοκρατορίας των Μεγάλων Κομνηνών. Ήταν ένα από τα 15 παιδιά μιας ευγενούς βυζαντινής οικογένειας. Σε ηλικία 8 ετών μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη, όπου έλαβε την πρώτη κλασική παιδεία του υπό την εποπτεία του μητροπολίτη Δοσιθέου από την Τραπεζούντα. Εκεί συναναστράφηκε με διάσημους διδασκάλους όπως τον Γεώργιο Χρυσόκοκκη και τον Ιγνάτιο Χορτασμένο.
Το 1423, σε ηλικία 20 ετών, εγκαταλείπει την κοσμική ζωή και καλογερεύει, υιοθετώντας το μοναχικό όνομα Βησσαρίων. Τέσσερα χρόνια αργότερα χειροτονείται διάκονος. Ωστόσο, η μεγάλη καμπή στη ζωή του έρχεται το 1431, όταν αποφασίζει να μεταβεί στο Μυστρά της Πελοποννήσου για να παρακολουθήσει τα φιλοσοφικά μαθήματα του ιδρυτή της νεοπλατωνικής σχολής, Γεωργίου Γεμιστού Πλήθωνα.
Η Σύνοδος της Φερράρας-Φλωρεντίας
Οι γνώσεις και η φιλοσοφική κατάρτιση που απέκτησε υπό την καθοδήγηση του Πλήθωνα ανέδειξαν τον Βησσαρίωνα ως έναν από τους πλέον ενημερωμένους και ικανούς ομιλητές της βυζαντινής αντιπροσωπείας στη Σύνοδο της Φερράρας-Φλωρεντίας (1438-1439). Εκεί συνέβαλε τα μέγιστα στην επίτευξη της Ένωσης των Εκκλησιών, αρχικά υπερασπιζόμενος την ορθόδοξη πλευρά αλλά τελικά υιοθετώντας μια πιο συμβιβαστική στάση.
Οι διπλωματικές και θεολογικές του ικανότητες αναγνωρίστηκαν από τον Πάπα Ευγένιο Δ’, ο οποίος τον ανέδειξε σε καρδινάλιο μαζί με τον Ισίδωρο του Κιέβου το 1439, κίνηση που προκάλεσε ισχυρές αντιδράσεις στην Κωνσταντινούπολη από τους ανθενωτικούς.
Καρδινάλιος και Πρωτεργάτης για την Ένωση των Εκκλησιών
Η προαγωγή του Βησσαρίωνα σε καρδινάλιο τον ανάγκασε να εγκαταλείψει την Κωνσταντινούπολη το 1441 και να μεταβεί στη Δύση για να αναλάβει τα νέα του καθήκοντα. Εκεί ασπάστηκε πλήρως τον Καθολικισμό, διατηρώντας ωστόσο πολλά στοιχεία της ελληνικής του ταυτότητας, όπως τη γενειάδα του.
Από τη νέα του θέση, ο Βησσαρίων έγινε ένας από τους πρωταγωνιστές στην προσπάθεια για την Ένωση των Εκκλησιών (Sathas). Ταυτόχρονα, αφοσιώθηκε στη διάσωση της ελληνικής γραμματείας και τη διάδοση της κλασικής παιδείας στη Δύση, συγκεντρώνοντας χειρόγραφα και προωθώντας τις ελληνικές σπουδές.
Η Φιλοσοφική και Θεολογική Σκέψη του Βησσαρίωνα
Η Υπεράσπιση του Πλατωνισμού
Ως άριστος γνώστης της πλατωνικής φιλοσοφίας από τα μαθήματα του Πλήθωνα, ο Βησσαρίων αφιέρωσε μεγάλο μέρος της πνευματικής του δραστηριότητας στην υπεράσπιση και προβολή του έργου του Πλάτωνα. Το σημαντικότερο πόνημά του σε αυτή την κατεύθυνση αποτελεί το τρίτομο έργο “In Calumniatorem Platonis” (“Εναντίον του Συκοφάντη του Πλάτωνα”).
Σε αυτό, ο Βησσαρίων αντικρούει τις κατηγορίες που είχε εναντίον του Πλάτωνα ο σύγχρονός του Γεώργιος Τραπεζούντιος, υπερασπιζόμενος με σθένος τον ιδρυτή της Ακαδημίας. Ο λόγιος αντιμετώπιζε τον Πλάτωνα όχι απλώς ως φιλόσοφο αλλά ως εμπνευσμένο στοχαστή, προπομπό των χριστιανικών διδαγμάτων.
Ο Καρδινάλιος Βησσαρίων και η Σύνθεση Πλατωνισμού και Αριστοτελισμού
Παράλληλα, στο φιλοσοφικό του έργο “Περί Φύσεως και Τέχνης”, ο καρδινάλιος Βησσαρίων επιχειρεί μια μοναδική σύνθεση του πλατωνικού και του αριστοτελικού στοχασμού. Επηρεασμένος από το πνεύμα του ουμανιστικού κινήματος και της νεοπλατωνικής σκέψης, υποστηρίζει ότι ο Πλάτων και ο Αριστοτέλης συμφωνούν στις βασικές αρχές της φιλοσοφίας τους, ενώ οι όποιες διαφορές οφείλονται σε διαφορετικές προσεγγίσεις της ίδιας αλήθειας (Mariev).
Η Χριστιανική Θεολογία και η Ελληνική Φιλοσοφία
Άλλη μία πτυχή της φιλοσοφικής σκέψης του Βησσαρίωνα αφορά την προσπάθειά του να συμφιλιώσει τη χριστιανική θεολογία με τη φιλοσοφία των αρχαίων Ελλήνων. Ακολουθώντας τα βήματα του Θωμά Ακινάτη, εντάσσει την κλασική ελληνική σκέψη στο χριστιανικό δόγμα, θεωρώντας τους Έλληνες φιλοσόφους ως προδρόμους του Χριστιανισμού.
Η σύγκλιση των δύο αυτών παραδόσεων, της ανατολικής αρχαιοελληνικής και της δυτικής χριστιανικής, ήταν η κεντρική ιδέα που διέτρεχε όλο το έργο του καρδιναλίου Βησσαρίωνα. Ως “Λατινιστής Έλληνας εν Λατίνοις”, όπως τον χαρακτήρισε ο Λαόνικος Χαλκοκονδύλης, συνέβαλε τα μέγιστα στη γεφύρωση του ελληνορωμαϊκού κόσμου με τη δυτική σκέψη της Αναγέννησης.
Μελετώντας τη ζωή και το έργο του Καρδιναλίου Βησσαρίωνα, αναδεικνύεται μια πολυσχιδής προσωπικότητα που άφησε ανεξίτηλο το στίγμα της στην πνευματική ιστορία της εποχής της. Ο Τραπεζούντιος λόγιος κατόρθωσε να συνδυάσει την πλούσια παράδοση του Βυζαντίου με τις νέες ανθρωπιστικές τάσεις της Αναγέννησης, λειτουργώντας ως γέφυρα ανάμεσα στην Ανατολή και τη Δύση. Εξίσου βαθιά υπήρξε η συμβολή του στη σύνθεση της ελληνικής φιλοσοφίας με τη χριστιανική θεολογία – μια κληρονομιά διανοητικής αξιοποίησης της αρχαίας σοφίας από τον δυτικό πολιτισμό.
elpedia.gr