
Αμφορέας του 750 π.Χ. στην Αθήνα απεικονίζει το πένθος μιας γυναίκας, προσφέροντας μοναδική ιστορική αξία και αισθητική.
Η Γεωμετρική περίοδος, που τοποθετείται χρονικά στον 9ο και τον 8ο αιώνα π.Χ., δεν αποτελεί απλώς ένα προοίμιο της κλασικής τέχνης, αλλά μια αυτόνομη και συναρπαστική καλλιτεχνική έκφραση που σηματοδοτεί την αναγέννηση του ελληνικού κόσμου μετά τους λεγόμενους Σκοτεινούς Αιώνες. Είναι η εποχή που η τέχνη, κυρίως μέσα από την κεραμική, εγκαταλείπει την απλότητα και αρχίζει να «μιλάει» με ένα νέο, αυστηρό λεξιλόγιο, βασισμένο στη λογική, την τάξη και τη γεωμετρία. Σε αυτά τα αγγεία, που σήμερα μελετούμε ως πολύτιμα ιστορικά τεκμήρια, αποτυπώνεται η προσπάθεια μιας κοινωνίας να επαναπροσδιοριστεί, να οργανώσει τον κόσμο της και, τελικά, να αφηγηθεί τις ιστορίες της. Η μελέτη της εξέλιξης της κεραμικής αυτής της περιόδου (Cook) μας επιτρέπει να παρακολουθήσουμε βήμα προς βήμα τη διαμόρφωση του εικαστικού ιδιώματος που θα αποτελούσε τη βάση για ολόκληρη την μετέπειτα ιστορία της αρχαίας ελληνικής τέχνης (Stansbury-O’Donnell). Αυτά τα αντικείμενα δεν είναι απλώς διακοσμητικά σκεύη· είναι οι σιωπηλοί μάρτυρες της γέννησης ενός πολιτισμού.
Η Γέννηση μιας Νέας Τάξης: Από τα Σχήματα στην Αφήγηση
Η Πρωτογεωμετρική περίοδος είχε ήδη εισάγει τη χρήση του γρήγορου τροχού και του διαβήτη, αλλά οι καλλιτέχνες περιόριζαν τη διακόσμηση σε συγκεκριμένα σημεία του αγγείου. Η Γεωμετρική εποχή, όμως, έφερε μια ριζική αλλαγή. Μια αλλαγή ορατή παντού. Σύντομα, μια σχεδόν εμμονική τάση για πλήρη διακόσμηση, γνωστή ως horror vacui (ο φόβος του κενού), επικράτησε, καλύπτοντας ολόκληρη την επιφάνεια των αγγείων με πυκνά, επαναλαμβανόμενα μοτίβα. Μαίανδροι, τρίγωνα, τεθλασμένες γραμμές και ομόκεντροι κύκλοι, οργανωμένα σε αυστηρές οριζόντιες ζώνες που διαχωρίζονταν με τριπλές γραμμές, δημιουργούσαν ένα αποτέλεσμα που εντυπωσιάζει με την ακρίβεια και την πειθαρχία του, μια αισθητική που φαίνεται να συνδέεται άμεσα με την Τέχνη και τη γεωμετρία ως θεμελιώδεις αρχές (Ivins Jr). Γιατί, όμως, αυτή η απόλυτη κυριαρχία της αφαίρεσης; Ίσως η απάντηση να βρίσκεται στις ίδιες τις πηγές έμπνευσης των καλλιτεχνών, καθώς πολλά από τα μοτίβα αυτά θυμίζουν έντονα την υφαντική και την καλαθοπλεκτική, τέχνες που παραδοσιακά ασκούνταν από γυναίκες, εγείροντας το ενδιαφέρον ερώτημα για τον πιθανό, πρωταγωνιστικό ρόλο των γυναικών στη διαμόρφωση αυτής της πρώιμης αισθητικής.
Καθώς ο 8ος αιώνας προχωρούσε, μια κοσμογονική αλλαγή συντελέστηκε. Μέσα στο αυστηρό πλέγμα των γεωμετρικών σχημάτων, άρχισαν να εμφανίζονται δειλά οι πρώτες μορφές. Στην αρχή ήταν μεμονωμένα ζώα, πτηνά ή ίπποι, ενσωματωμένα ως ένα ακόμη διακοσμητικό στοιχείο μέσα σε μια ζώνη. Λίγο αργότερα, οι φιγούρες αυτές άρχισαν να επαναλαμβάνονται ρυθμικά, δημιουργώντας ζωφόρους. Το αποφασιστικό βήμα, ωστόσο, ήταν η εισαγωγή της ανθρώπινης μορφής, σηματοδοτώντας την απαρχή της αφηγηματικής τέχνης, όπως επισημαίνει η σχετική μελέτη του J. Carter. Αυτή η εξέλιξη κορυφώθηκε στα μέσα του αιώνα με τα μνημειώδη ταφικά αγγεία του Διπύλου, κρατήρες και αμφορείς τεραστίων διαστάσεων που λειτουργούσαν ως σήματα σε τάφους της αθηναϊκής αριστοκρατίας. Εδώ, οι ανθρώπινες μορφές, αν και αποδίδονται σχηματικά – με τριγωνικό στήθος, κεφάλι-κουκκίδα και γραμμικά άκρα – συμμετέχουν πλέον σε σύνθετες σκηνές, κυρίως την πρόθεση (την έκθεση του νεκρού) και την εκφορά (τη μεταφορά του στην ταφή), περιστοιχισμένες από χορούς θρηνωδών που εκφράζουν το πένθος με τις χαρακτηριστικές χειρονομίες τους. Η δράση, το συναίσθημα και η αφήγηση είχαν πλέον εισέλθει οριστικά στο ρεπερτόριο της ελληνικής τέχνης, αντικατοπτρίζοντας μια κοινωνία που, όπως και στα ομηρικά έπη, έδειχνε πλέον έντονο ενδιαφέρον για τα ανθρώπινα κατορθώματα, τους μύθους και τις τελετουργίες, διαμορφώνοντας έτσι την αρχαία αντίληψη της ελληνικής τέχνης (Pollitt).
Διάλογοι με την Ανατολή και η Αυγή μιας Νέας Εποχής
Η ανάπτυξη της γεωμετρικής τέχνης δεν συνέβη σε πολιτισμικό κενό. Αντίθετα. Η εντατικοποίηση των εμπορικών επαφών με τους λαούς της Εγγύς Ανατολής κατά τον 8ο αιώνα π.Χ. έφερε νέες ιδέες και μοτίβα στον ελλαδικό χώρο. Παρόλο που η αγγειογραφία δεν ήταν ιδιαίτερα δημοφιλής στην Ανατολή, η επιρροή είναι ορατή σε άλλες μορφές τέχνης και σταδιακά και στην κεραμική. Η εμφάνιση λιονταριών, πλασμάτων άγνωστων στην Ελλάδα αλλά κυρίαρχων στην ανατολική τέχνη, στα αγγεία της ύστερης γεωμετρικής περιόδου, αποτελεί τον πιο εύγλωττο προάγγελο της νέας εποχής που ανέτελλε, της Ανατολίζουσας περιόδου. Οι μελετητές, εξετάζοντας την ελληνική γεωμετρική κεραμική που βρέθηκε σε αρχαιολογικές θέσεις της Ανατολής (Francis & Vickers), αλλά και πραγματοποιώντας χρονολογικούς παραλληλισμούς με την εκεί κεραμική (Medvedskaya), έχουν καταδείξει την αμφίδρομη φύση αυτών των επαφών.
Είναι πιθανό η ίδια η ιδέα της ανάπτυξης μιας τέχνης που εστιάζει στην αφήγηση με ανθρώπινες και ζωικές μορφές να εμπνεύστηκε από ανατολικά πρότυπα. Ποια ήταν όμως η αντίδραση των Ελλήνων καλλιτεχνών; Η μετάφραση αυτών των επιρροών στο τοπικό εικαστικό ιδίωμα υπήρξε άμεση, ριζική και απόλυτα δημιουργική. Οι Έλληνες τεχνίτες δεν αντέγραψαν. Αφομοίωσαν, φιλτράρισαν και εν τέλει ενσωμάτωσαν τα ξένα στοιχεία σε ένα πλαίσιο απόλυτα δικό τους, υποτάσσοντάς τα στη δομή, τη λογική και την αισθητική που είχαν ήδη αναπτύξει. Το λιοντάρι μπορεί να ήρθε από την Ανατολή, αλλά η μορφή που πήρε πάνω σε έναν αττικό κρατήρα ήταν αδιαμφισβήτητα ελληνική. Παράλληλα με την Αθήνα, που πρωτοστατούσε, σημαντικά τοπικά εργαστήρια αναπτύχθηκαν σε ολόκληρη την Ελλάδα, από την Κόρινθο και το Άργος μέχρι τις Κυκλάδες και την Κρήτη. Το κάθε εργαστήριο ανέπτυξε το δικό του, ιδιαίτερο ύφος, όπως μαρτυρούν τα ευρήματα, για παράδειγμα τα γεωμετρικά αγγεία από το Βολιμίδια (Coulson), δημιουργώντας μια πλούσια ποικιλομορφία που οφειλόταν τόσο σε γεωγραφικούς παράγοντες όσο και στις απαιτήσεις των τοπικών αγορών. Καθώς η περίοδος πλησίαζε στο τέλος της, γύρω στο 700 π.Χ., το αυστηρό γεωμετρικό περίγραμμα άρχισε να χαλαρώνει, οι μορφές απέκτησαν περισσότερες καμπύλες και εσωτερικές λεπτομέρειες, και τα πολύπλοκα διακοσμητικά μοτίβα υποχώρησαν, παραχωρώντας τη θέση τους στις μεγαλύτερες, πιο ευανάγνωστες αφηγηματικές σκηνές, ανοίγοντας διάπλατα τον δρόμο για την Ανατολίζουσα και, εν τέλει, την Αρχαϊκή τέχνη.

Γεωμετρικός κρατήρας με ζιγκ-ζαγκ μοτίβα και φιγούρες αλόγων, ύψος 57 εκ.
Η Κληρονομιά των Γραμμών: Η Γεωμετρική Τέχνη ως Θεμέλιος Λίθος
Έτσι, καθώς ο 8ος αιώνας έφτανε στο τέλος του, η αυστηρή, σχεδόν μαθηματική γλώσσα της γεωμετρικής τέχνης άρχισε να μεταλλάσσεται. Δεν ήταν μια απότομη ρήξη. Ήταν μια σταδιακή, σχεδόν οργανική εξέλιξη, μια χαλάρωση των δεσμών που είχαν επιβάλει την απόλυτη τάξη για σχεδόν δύο αιώνες. Τα περίπλοκα γεωμετρικά μοτίβα που άλλοτε κατέκλυζαν κάθε εκατοστό της επιφάνειας άρχισαν να υποχωρούν, παραχωρώντας πλέον τον πρωταγωνιστικό ρόλο στις αφηγηματικές σκηνές, οι οποίες γίνονταν όλο και πιο φιλόδοξες, πιο σύνθετες και πιο ευανάγνωστες. Πώς θα μπορούσαμε να ερμηνεύσουμε αυτή τη μετάβαση; Δεν πρόκειται για την παρακμή ενός ύφους, αλλά για την ωρίμανσή του, τη στιγμή που η πειθαρχία που επέβαλε έδωσε τη θέση της στην εκφραστική ελευθερία που η ίδια είχε καταστήσει δυνατή, θέτοντας τα θεμέλια για ολόκληρη την μετέπειτα ελληνική κεραμική (Cook). Η εισροή εξωτικών πλασμάτων από την Ανατολή, όπως σφίγγες, γρύπες και σειρήνες, δεν κατέλυσε την ελληνική τέχνη· αντιθέτως, την εμπλούτισε, προσφέροντας ένα νέο λεξιλόγιο φαντασίας στους τεχνίτες, οι οποίοι, έχοντας πλέον κατακτήσει την τέχνη της οργάνωσης του χώρου και της αφήγησης, ήταν έτοιμοι να αφηγηθούν ακόμη πιο συναρπαστικές ιστορίες.
Αυτή η εμμονή στην αφήγηση, που κορυφώθηκε στα τέλη της Γεωμετρικής περιόδου, δεν ήταν μια τυχαία αισθητική επιλογή, αλλά μια βαθιά αντανάκλαση των κοσμογονικών κοινωνικών και πολιτικών αλλαγών που σάρωναν τον ελληνικό κόσμο. Ήταν η εποχή της γέννησης της πόλης-κράτους, της πόλεως, ενός νέου τρόπου οργάνωσης της συλλογικής ζωής που απαιτούσε νέους τρόπους έκφρασης της συλλογικής ταυτότητας. Την ίδια στιγμή, τα ομηρικά έπη, η Ιλιάδα και η Οδύσσεια, αποκρυσταλλώνονταν σε γραπτή μορφή, προσφέροντας ένα πανελλήνιο σώμα μύθων, ηρώων και αξιών που ένωνε τις διάσπαρτες ελληνικές κοινότητες. Τα γεωμετρικά αγγεία, λοιπόν, μετατράπηκαν σε έναν οπτικό καμβά πάνω στον οποίο προβάλλονταν αυτές ακριβώς οι ιστορίες, καθιστώντας τες ορατές και κατανοητές σε όλους. Μια σκηνή μάχης σε έναν κρατήρα δεν απεικόνιζε απλώς μια οποιαδήποτε σύγκρουση· απηχούσε τις ηρωικές μάχες του Τρωικού Πολέμου, ενώ η απεικόνιση ενός ταξιδιού με πλοίο μπορούσε να φέρει στον νου τις περιπέτειες του Οδυσσέα. Η τέχνη γινόταν το μέσο για τη διάδοση και την εμπέδωση της κοινής πολιτισμικής κληρονομιάς, ένας καθρέφτης όπου η αναδυόμενη ελληνική κοινωνία μπορούσε να δει και να θαυμάσει τον εαυτό της. Η ανθρώπινη μορφή, αν και ακόμη σχηματική, αποκτούσε πλέον πρωταγωνιστικό ρόλο, όχι ως απλό διακοσμητικό στοιχείο, αλλά ως ο κύριος φορέας του νοήματος, του δράματος και του πάθους.
Η γεωμετρική αισθητική, ωστόσο, δεν περιορίστηκε στην επιφάνεια των πήλινων αγγείων. Διείσδυσε σε κάθε πτυχή της υλικής κουλτούρας, αποκαλύπτοντας μια νοοτροπία βαθιά ριζωμένη στην αγάπη για την τάξη, τη συμμετρία και τη δομή. Στα χυτά χάλκινα ειδώλια της εποχής, οι μορφές των πολεμιστών, των ηνιόχων και των αλόγων αποδίδονται με την ίδια γωνιώδη αφαίρεση που χαρακτηρίζει τους ζωγραφισμένους ομολόγους τους. Οι μνημειώδεις χάλκινοι τρίποδες, που αποτελούσαν πολύτιμα αναθήματα στα μεγάλα πανελλήνια ιερά της Ολυμπίας και των Δελφών, διακοσμούνται με περίτεχνα γεωμετρικά σχέδια χαραγμένα στην επιφάνειά τους. Ακόμη και στα ταπεινά, καθημερινά αντικείμενα, όπως οι πόρπες (περόνες) που συγκρατούσαν τα ενδύματα, το γεωμετρικό πνεύμα είναι πανταχού παρόν. Αυτή η διάχυση του ύφους αποδεικνύει ότι δεν επρόκειτο απλώς για μια καλλιτεχνική τεχνοτροπία, αλλά για έναν τρόπο σκέψης, μια προσπάθεια επιβολής του κόσμου (τάξης) πάνω στο χάος. Ήταν η οπτική έκφραση της ίδιας λογικής που θα οδηγούσε αργότερα στη γέννηση της φιλοσοφίας και της επιστήμης, μια βαθιά πεποίθηση ότι το σύμπαν διέπεται από αρχές και κανόνες που μπορούν να γίνουν κατανοητοί και να αναπαρασταθούν.
Εν κατακλείδι, η Γεωμετρική περίοδος δεν υπήρξε απλώς μια προπαρασκευαστική ή «πρωτόγονη» φάση της ελληνικής τέχνης. Υπήρξε η θεμελιώδης, η απόλυτα αναγκαία μήτρα από την οποία ξεπήδησαν όλα τα μετέπειτα επιτεύγματα. Ήταν το αυστηρό σχολείο που δίδαξε στον Έλληνα καλλιτέχνη τις βασικές αρχές της σύνθεσης, της δομής και της αφήγησης. Η πειθαρχία της γραμμής και η λογική του σχήματος δεν περιόρισαν τη δημιουργικότητα· αντιθέτως, την απελευθέρωσαν, παρέχοντάς της το στέρεο πλαίσιο πάνω στο οποίο θα μπορούσε να οικοδομήσει. Χωρίς την κατάκτηση της οργάνωσης του χώρου σε ζώνες και μετόπες, θα ήταν αδιανόητη η πολυπλοκότητα των συνθέσεων της μελανόμορφης και της ερυθρόμορφης αγγειογραφίας. Χωρίς την τολμηρή εισαγωγή της ανθρώπινης μορφής στο κέντρο του εικαστικού ενδιαφέροντος, η ανθρωποκεντρική τέχνη της κλασικής εποχής, με την εξιδανικευμένη απεικόνιση του ανθρώπινου σώματος, δεν θα είχε γεννηθεί ποτέ. Η Γεωμετρική περίοδος, λοιπόν, κληροδότησε στους επόμενους αιώνες όχι ένα σύνολο από σχήματα, αλλά έναν τρόπο να βλέπεις τον κόσμο: οργανωμένο, μεστό νοήματος και με τον άνθρωπο στο επίκεντρό του. Ήταν η σιωπηλή, αλλά εκκωφαντική, δήλωση της αρχής ενός πολιτισμού που θα άλλαζε για πάντα την πορεία της ανθρώπινης ιστορίας.
Βιβλιογραφία
Carter, J. (1972), ‘The beginning of narrative art in the Greek Geometric period’, Annual of the British School at Athens, 67, pp. 25-58.
Cook, R.M. (2013), Greek painted pottery. London: Routledge.
Coulson, W.D.E. (1988), ‘Geometric pottery from Volimidia’, American Journal of Archaeology, 92(1), pp. 53-74.
Francis, E.D., and Vickers, M. (1985), ‘Greek Geometric pottery at Hama and its implications for Near Eastern chronology’, Levant, 17(1), pp. 131-138.
Ivins Jr, W.M. (1946), Art & geometry: a study in space intuitions. Cambridge, MA: Harvard University Press.
Medvedskaya, I.N. (1986), ‘A study on the chronological parallels between the Greek Geometric style and Sialk B painted pottery’, Iranica Antiqua, 21, pp. 57-93.
Pollitt, J.J. (1974), The Ancient View of Greek Art. New Haven: Yale University Press.
Stansbury-O’Donnell, M.D. (2015), A history of Greek Art. Chichester: Wiley-Blackwell.

