Το Θαύμα εν Χώναις: Η Κομνήνεια Τέχνη του Αρχαγγέλου Μιχαήλ

Η Βυζαντινή Εικόνα «Το Θαύμα Εν Χώναις» Με Τον Αρχάγγελο Μιχαήλ Και Τον Άγιο Άρχιππο Από Τη Μονή Σινά.

«Το εν Χώναις θαύμα του αρχαγγέλου Μιχαήλ», βυζαντινή εικόνα του 12ου αιώνα από την Ιερά Μονή Αγίας Αικατερίνης στο Σινά. Ένα αριστούργημα της κομνήνειας τέχνης.

 

Ένα μικρό ξύλο, σχεδόν τετράγωνο, με διαστάσεις μόλις 37,7 επί 31,4 εκατοστά, που κουβαλά επάνω του τη σιωπή και το βάρος εννέα αιώνων. Δημιουργημένο κάπου στο δεύτερο ή τρίτο τέταρτο του 12ου αιώνα, αυτό το αριστούργημα της κομνήνειας τέχνης αφηγείται μια ιστορία τόσο βίαιη όσο και θαυματουργή: το εν Χώναις θαύμα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ. Η σκηνή είναι λιτή, σχεδόν αυστηρή—στα αριστερά ορμά ο φτερωτός Ταξιάρχης, με μια κίνηση γεμάτη συγκρατημένη δύναμη, και στα δεξιά στέκεται ακίνητος ο ασκητής Άρχιππος, μπροστά στον ναό που του εμπιστεύτηκε. Ανάμεσά τους, ένας ποταμός που μοιάζει με σχισμή στον χρυσό καμβά του χρόνου. Και όμως, αυτό το αντικείμενο, που αφηγείται μια σύγκρουση, φυλάσσεται σε έναν τόπο μοναδικής συνύπαρξης, τη Μονή του Σινά, ένα επιτυχημένο παράδειγμα κοινού ιερού χώρου, όπως έχει δειχθεί σε πρόσφατη μελέτη (Hamilton and Jotischky). Η τέχνη συχνά αφηγείται τις μάχες, αλλά τα αντικείμενα απλώς… επιβιώνουν.

 

Η Θεατρικότητα της Απουσίας

Πού είναι οι κακοί; Η διήγηση είναι ξεκάθαρη: «ἄνδρες ἐλληνίζοντες», ειδωλολάτρες δηλαδή, προσπάθησαν να καταστρέψουν το προσκύνημα του Αρχαγγέλου Μιχαήλ στις Χώνες της Φρυγίας, εκτρέποντας έναν ποταμό για να το πνίξουν. Κι όμως, ο ζωγράφος της εικόνας αυτής επιλέγει να τους αγνοήσει παντελώς. Δεν υπάρχουν. Η σκηνή είναι άδεια από την ανθρώπινη κακία που την προκάλεσε. Αυτή η απουσία είναι, παραδόξως, το πιο ηχηρό στοιχείο της σύνθεσης, μια συνειδητή απόφαση που μετατρέπει ένα επεισόδιο τοπικής σύγκρουσης σε μια μνημειώδη, σχεδόν κοσμική, δήλωση.

 

Μια Σκηνή Δύο Προσώπων

Ο καλλιτέχνης χωρίζει τον κόσμο του στα δύο με την αφύσικη, κάθετη ροή του νερού. Στη μία πλευρά έχουμε τη θεία παρέμβαση. Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ δεν πολεμά, απλώς πράττει. Με μια κομψή, σχεδόν χορευτική κίνηση, βυθίζει το κοντάρι του στη γη και το χάος του ποταμού υποτάσσεται, χωνεύεται μέσα σε μια οπή που ανοίγεται στο έδαφος. Η πτυχολογία των ενδυμάτων του ακολουθεί αυτή τη ρυθμική κίνηση, ενώ η έκφρασή του παραμένει ατάραχη, σχεδόν μελαγχολική. Στην άλλη πλευρά, η ανθρώπινη πίστη. Ο προσμονάριος Άρχιππος, σχεδιασμένος σε μικρότερη κλίμακα, δεν κάνει τίποτα. Στέκεται με τα χέρια υψωμένα σε δέηση, ένας σιωπηλός μάρτυρας του θαύματος. Είναι η απόλυτη αντίθεση: η ουράνια δράση και η γήινη ακινησία.

 

Η Ηχώ της Βίας

Αφαιρώντας τους φυσικούς αυτουργούς της απειλής, ο ζωγράφος απογυμνώνει το γεγονός από την ιστορικότητά του και το ντύνει με μια καθαρή θεολογική σημασία. Το πρόβλημα εδώ δεν είναι πλέον μια ομάδα ειδωλολατρών—αυτοί είναι ασήμαντοι. Η πραγματική σύγκρουση είναι μεταξύ της θείας τάξης και των στοιχείων της φύσης που χρησιμοποιήθηκαν ως όπλο για την ανατροπή της. Η επιλογή αυτή—η αφαίρεση δηλαδή των ανθρώπινων αντιπάλων—δεν είναι απλώς μια αισθητική λιτότητα, αλλά μια βαθιά θεολογική τοποθέτηση που μετατοπίζει το δράμα από την ανθρώπινη σύγκρουση στην καθαρή, αδιαμεσολάβητη επίδειξη της θεϊκής δύναμης, και έτσι ολόκληρη η αφήγηση γίνεται εσωτερική, πνευματική, σχεδόν μια αλληγορία. Το θαύμα δεν είναι η νίκη επί του εχθρού. Είναι η στιγμή που η τάξη του κόσμου κάμπτεται, έστω και για λίγο, μπροστά στο ανέφικτο. Μετά, απλώς, συνεχίζουμε.

Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ Χτυπά Τη Γη Με Το Κοντάρι Του Για Να Εκτρέψει Τον Ποταμό Στις Χώνες.