
Η κτητορική παράσταση στο νάρθηκα της Μονής Φιλανθρωπηνών (16ος αι.) απεικονίζει τα μέλη της οικογένειας να δέονται με τη μεσιτεία του Αγίου Νικολάου
Στο νησάκι της λίμνης των Ιωαννίνων, εκεί όπου η ιστορία μοιάζει να συμπυκνώνεται κάτω από τη σκιά των πλατανιών, βρίσκεται ένα μοναστήρι που αφηγείται την ιστορία μιας μεγάλης βυζαντινής οικογένειας, των Φιλανθρωπηνών. Το καθολικό της μονής, θεμελιωμένο στα τέλη του 13ου αιώνα, ντύθηκε τρεις αιώνες αργότερα, τον 16ο, με ένα εκπληκτικό σύνολο τοιχογραφιών. Ανάμεσά τους, στον νάρθηκα, ξεχωρίζει η κτητορική παράσταση: μια σιωπηλή, σχεδόν θεατρική σκηνή όπου οι ίδιοι οι κτήτορες, μέλη της οικογένειας, εμφανίζονται ενώπιον του Χριστού, με τη μεσιτεία του Αγίου Νικολάου. Δεν είναι απλώς μια εικόνα ευλάβειας. Είναι μια δήλωση ταυτότητας, μια πράξη μνήμης και, ταυτόχρονα, μια βαθιά ανθρώπινη έκφραση της αγωνίας για τη σωτηρία. Η μελέτη αυτών των έργων, όπως έχει αναδείξει και η έρευνα της Μυρτάλης Αχειμάστου-Ποταμιάνου, μας επιτρέπει να κατανοήσουμε την πρώτη φάση της μεταβυζαντινής ζωγραφικής όχι ως απλή επανάληψη, αλλά ως έναν ζωντανό διάλογο με το παρελθόν σε έναν κόσμο που άλλαζε ραγδαία (Acheimastou-Potamianou).

Λεπτομέρεια από την ομάδα των κτητόρων της οικογένειας Φιλανθρωπηνών, οι οποίοι απεικονίζονται γονατιστοί σε ένδειξη ευλάβειας και ταπεινότητας
Η Σύνθεση του Χώρου και η Θεία Παρουσία
Κοιτάζοντας την τοιχογραφία, το πρώτο πράγμα που αισθάνεται κανείς είναι μια αυστηρή, σχεδόν αρχιτεκτονική οργάνωση του χώρου. Η σύνθεση χωρίζεται αόρατα σε δύο επίπεδα: το γήινο, κάτω, όπου συνωστίζονται οι θνητοί κτήτορες, και το ουράνιο, επάνω, όπου εμφανίζεται ο Χριστός μέσα σε δόξα. Δεν υπάρχει τοπίο, δεν υπάρχει περιττή λεπτομέρεια. Μόνο το βαθύ, σκοτεινό φόντο που κάνει τις μορφές να προβάλλουν με μια σχεδόν μεταφυσική ένταση. Αυτή η λιτότητα δεν είναι ένδειξη αδυναμίας του ζωγράφου, αλλά μια συνειδητή επιλογή που υπηρετεί το δράμα της στιγμής—τη συνάντηση του ανθρώπου με τον Θεό.

Ο Άγιος Νικόλαος, προστάτης της μονής, στέκεται επιβλητικός, φορώντας πολυσταύριο φελόνιο, και λειτουργεί ως ο ουσιαστικός μεσολαβητής προς τον Χριστό
Ο Άγιος Νικόλαος ως Μεσάζων
Στα δεξιά της σύνθεσης, ο Άγιος Νικόλαος στέκεται ως ο μεγάλος πρωταγωνιστής και ταυτόχρονα ο σιωπηλός διαμεσολαβητής. Η μορφή του είναι σχεδόν δυσανάλογα μεγάλη σε σχέση με τους κτήτορες, μια οπτική σύμβαση που τονίζει τον πνευματικό του ρόλο. Δεν κοιτάζει ούτε εμάς, ούτε τους Φιλανθρωπηνούς, αλλά στρέφεται προς τον Χριστό, με το ένα χέρι να δείχνει προς τους προστατευόμενούς του και το άλλο ανοιχτό σε δέηση. Είναι η γέφυρα μεταξύ των δύο κόσμων. Το πολυσταύριο φελόνιό του, με τα αυστηρά γεωμετρικά μοτίβα, δημιουργεί μια εκτυφλωτική αντίθεση με τα σκούρα, μοναχικά ενδύματα των ικετών, υπογραμμίζοντας τη διάκριση ανάμεσα στην εκκλησιαστική εξουσία και τη λαϊκή ευλάβεια. Το κείμενο που ξεδιπλώνεται στα χέρια του δεν είναι απλώς μια προσευχή, είναι σχεδόν ένα συμβόλαιο πνευματικής διαμεσολάβησης, μια πράξη που επικυρώνει τη σχέση τους με το θείο.
Η Εμφάνιση του Χριστού
Πάνω από την ομάδα, ο Χριστός δεν απεικονίζεται ως ο αυστηρός Παντοκράτορας, αλλά σε μια πιο προσιτή, σχεδόν προσωπική εμφάνιση. Αναδύεται από ομόκεντρους κύκλους φωτός, με τα χέρια ανοιχτά σε μια χειρονομία αποδοχής και ευλογίας. Το βλέμμα του είναι μελαγχολικό, γεμάτο κατανόηση, και κατευθύνεται ελαφρώς προς τα κάτω, προς την ομάδα των πιστών. Κρατά το Ευαγγέλιο ανοιχτό, αλλά οι λέξεις δεν φαίνεται να απευθύνονται σε αυτούς για να τις διαβάσουν· μοιάζουν περισσότερο να εκπέμπουν μια θεία ενέργεια που αγκαλιάζει ολόκληρη τη σκηνή. Αυτή η μορφή του Χριστού, τόσο στιβαρή και ταυτόχρονα τόσο αιθέρια, εγείρει ερωτήματα για τη φύση της μεταβυζαντινής θεολογικής σκέψης που δεν θα τα αγγίξουμε εδώ. Είναι μια παρουσία που δεν κρίνει, αλλά υποδέχεται τη δέηση που της προσφέρεται μέσω του Αγίου.

Κοντινό πλάνο στη μορφή του Χριστού, του οποίου τα ανοιχτά χέρια και το ήρεμο πρόσωπο προσφέρουν ευλογία και σωτηρία στους πιστούς δωρητές

