Τα Εισόδια της Θεοτόκου στον Ναό: Νωπογραφία στη Μονή Στουντενίτσης

Η Είσοδος Της Θεοτόκου: Ο Ζαχαρίας Υποδέχεται Τη Μικρή Παναγία. Νωπογραφία, Μονή Στουντένιτσα.

Τα Εισόδια της Θεοτόκου στον Ναό (1313-14). Η Παλαιολόγεια νωπογραφία στον Ναό του Βασιλέως, Μονή Στουντένιτσα, Σερβία. Έργο των Μιχαήλ και Ευτυχίου.

 

Πολλές φορές μπορεί κάποιος να δει αυτές τις εικόνες. Και θα νόμιζε ίσως ότι τα γνωρίζει όλα. Βλέπουμε το μικρό κορίτσι, την Παρθένο, την οποία οι γονείς, Ιωακείμ και Άννα, προσάγουν στον ιερέα Ζαχαρία. Αυτό ακριβώς είναι το θέμα—η Είσοδος της Θεοτόκου. Αλλά το έργο αυτό, στον Ναό του Βασιλέως στη Στουντενίτσα (Studenica monastery), αγιογραφημένο περί τα έτη χίλια τριακόσια δεκατρία ή δεκατέσσερα (1313-1314), αφηγείται κάτι περισσότερο από μια απλή ιστορία. Σε αυτές τις τοιχογραφίες—οι Σέρβοι βασιλείς Μιλούτιν και οι ζωγράφοι του, Μιχαήλ και Ευτύχιος, νομίζω—επιδείκνυαν κάτι περισσότερο από ευσέβεια. Υπάρχει εδώ κάποια μελαγχολία, βλέμμα βαρύ, σχήμα σώματος σπαστό, που χαρακτηρίζουν την τέχνη των Παλαιολόγων. Ο λόγος εδώ αφορά το αναγκαίο της θυσίας, όπως φαίνεται. Το δράμα ήδη αρχίζει, πριν καν έλθει ο άγγελος.

 

Ο Ζαχαρίας και η Σκηνή της Υποδοχής

Η σύνθεση αυτή διαιρείται στα δύο, αλλά κινείται προς το κέντρο. Από δεξιά ο Ιερέας, από αριστερά η πομπή. Στο μέσον δε η αιτία.

Τι κάνει λοιπόν ο Ζαχαρίας; Ο ηλικιωμένος ιερέας, μεγάλος στον όγκο και σεμνός με τη λαμπρή ενδυμασία, κλίνει το σώμα. Λυγίζει. Αυτό το σχήμα, το λυγισμένο, είναι ευλάβεια αλλά και αναγνώριση. Αναγνωρίζει ότι αυτό το μικρό παιδί, η Μήτηρ του Θεού (ΜΡ ΘΥ είναι γραμμένο δίπλα της), είναι κάτι μεγαλύτερο από όσο φαίνεται—αυτή η ίδια είναι ο έμψυχος ναός, που εισέρχεται στον λίθινο ναό. Η κίνησή του προς αυτήν φαίνεται να ρέει, και τα χέρια εκτεταμένα, για να δεξιωθούν το μυστήριο. Εκείνοι οι ζωγράφοι, μετέχοντας στην Παλαιολόγεια αναγέννηση, γνώριζαν πώς πρέπει να δείξουν το βάρος του σώματος, και το βάρος της στιγμής. Η αρχιτεκτονική δε στο βάθος… κάπως παράλογη, όπως πάντα. Κίονες και τόξα ψηλά, άτοπα, αλλά που δηλώνουν τον εσωτερικό χώρο, τα Άγια των Αγίων, νομίζω.

Ο Ιερέας Ζαχαρίας Με Λευκή Στολή Απλώνει Το Χέρι Στην Παναγία.

Ο Ιερέας Ζαχαρίας, με πλούσια άμφια, σκύβει για να υποδεχτεί την τρίχρονη Μαρία, η οποία τον κοιτάζει με ασυνήθιστη ωριμότητα.

 

Το Βλέμμα της Παρθένου

Η δε Μαρία. Είναι μικρή στο σώμα, σαν τρίχρονο παιδί, αλλά το πρόσωπο δεν είναι παιδικό. Καθόλου. Βλέπει προς τον Ζαχαρία ατενώς, και το βλέμμα αυτό… έχει κάτι το σοβαρό. Είναι γεμάτο σύνεση, και ίσως λύπη. Γνωρίζει, όπως φαίνεται, τον δρόμο που βαδίζει. Αυτοί οι Παλαιολόγοι ζωγράφοι, αναζητούσαν το ψυχικό ήθος. Η μορφή της, στεκόμενη ανάμεσα στην Άννα τη μητέρα και τον ιερέα, γίνεται ο άξονας της όλης σύνθεσης. Και το φως επάνω στο πρόσωπό της, και οι λεπτές γραμμές της μύτης, όλα αυτά σημαίνουν τη σπουδαιότητα της στιγμής—της αρχής του δράματος. Το ένδυμά της σκοτεινό, ως προοικονομία του μελλοντικού πάθους, αν και είναι παιδί.

 

Οι Ακόλουθες Παρθένοι

Και βέβαια βλέπουμε από αριστερά τα άλλα κορίτσια, τις λαμπαδηφόρους. Η Άννα προηγείται (η μεγάλη γυναίκα που προσάγει τη Μαρία), προτείνοντας το χέρι, σαν να παραδίδει το τέκνο, αλλά πίσω της ακολουθούν οι παρθένες. Αυτές οι νεάνιδες. Φέρουν λαμπάδες, όπως λέει το πρωτευαγγέλιο, αλλά τα πρόσωπά τους… ω τα πρόσωπα. Έχουν την ίδια εκείνη μελαγχολία, την Παλαιολόγεια. Οι τράχηλοι γερμένοι, τα μάτια μεγάλα και σκεπτικά. Φαίνεται να οδηγούν κάποια σοβαρή πομπή. Η τέχνη αυτή πάντοτε θέτει το ήθος πριν από το πάθος. Οι πτυχές των ιματίων, πλούσιες μεν και κλασικίζουσες, φαίνονται όμως βαριές, σαν βρεγμένες. Αυτό είναι το ύφος εκείνων των μεγάλων τεχνιτών, του Μιχαήλ και του Ευτυχίου, οι οποίοι συνένωσαν το αρχαίο κάλλος με τη νέα χριστιανική λύπη. Και πάλι το βλέμμα. Εκείνο το βλέμμα.

Οι Παρθένες Που Συνοδεύουν Την Παναγία, Κρατώντας Λαμπάδες, Με Σοβαρά Πρόσωπα.

Οι «λαμπαδηφόροι παρθένες» που συνοδεύουν την Άννα και την Παναγία. Τα πρόσωπά τους αποτυπώνουν τη χαρακτηριστική μελαγχολία της Παλαιολόγειας τέχνης.