
Ολόκληρη η σκηνή της Αναγγελίας στην Άννα από το Αρμενικό Υμνολόγιο του 1591. Η σύνθεση χωρίζεται σε δύο μέρη, παρουσιάζοντας τον διάλογο των μορφών.
Ένα σπάνιο χειρόγραφο του 16ου αιώνα, ένα Αρμενικό Υμνολόγιο, μας προσφέρει μια μοναδική οπτική μαρτυρία. Είναι ένα αντικείμενο ιστορίας. Φυλαγμένο σήμερα στο Αρμενικό Μουσείο της Γαλλίας στο Παρίσι, αυτό το έργο του 1591 δεν αποτελεί απλώς μια συλλογή θρησκευτικών ύμνων, αλλά ένα ζωντανό πολιτισμικό τεκμήριο, έναν καμβά όπου η πίστη, η καλλιτεχνική έκφραση και οι ιστορικές συνθήκες της εποχής συμπλέκονται αδιάρρηκτα, προσφέροντας στους σύγχρονους μελετητές πολύτιμες πληροφορίες για την αρμενική ταυτότητα. Η μικρογραφία που εξετάζουμε, γνωστή ως η «Αναγγελία στην Άννα», απεικονίζει μια σκηνή από την απόκρυφη παράδοση. Μια ιστορία ελπίδας. Η ίδια η φύση της υμνωδίας, ως προφορικής και γραπτής παράδοσης, αποτελεί ένα συναρπαστικό πεδίο μελέτης (Altman). Αντί να προσεγγίσουμε αυτή την εικόνα ως ένα απλό λατρευτικό αντικείμενο, θα τη μελετήσουμε ως ιστορικό τεκμήριο. Τι αποκαλύπτει για τον καλλιτέχνη, την κοινότητά του και την εποχή του; Κάθε πινελιά, κάθε επιλογή χρώματος, κάθε γραμμή που χαράχτηκε με προσοχή πάνω στην περγαμηνή, αφηγείται μια ιστορία που υπερβαίνει τα όρια της θρησκευτικής εικονογραφίας, συνδέοντας την εξέλιξη της ψαλμωδίας σε υμνογραφικά βιβλία με τις κοινωνικές και καλλιτεχνικές συνθήκες (Kujumdzieva). Η σύνθεση παρουσιάζει δύο μορφές, τον Ιωακείμ και έναν αγγελιοφόρο, σε μια στιγμή θείας παρέμβασης που θα αλλάξει για πάντα τη μοίρα τους.
Η Μορφή του Προφήτη-Αγγελιοφόρου
Αριστερά στέκεται μια νεανική μορφή. Φορά έναν έντονο κόκκινο μανδύα που κυριαρχεί στην παλέτα της σύνθεσης, τραβώντας αμέσως το βλέμμα. Το χέρι του είναι υψωμένο. Μια κίνηση ομιλίας, ευλογίας ή αναγγελίας. Η τεχνοτροπία, αν και φέρει απόηχους της βυζαντινής εικονογραφίας με τις αυστηρές γραμμές και τη χρήση του χρυσού φόντου, αποκαλύπτει μια ξεχωριστή τοπική ευαισθησία, μια εκφραστικότητα που ίσως πηγάζει από μια μακρά παράδοση αρμενικής τέχνης, η οποία αφομοίωνε ξένες επιρροές χωρίς ποτέ να χάνει τον πυρήνα του χαρακτήρα της, κάτι που καθιστά την εξέταση της πρώιμης μεσαιωνικής αρμενικής τέχνης τόσο ενδιαφέρουσα (Palladino). Το πρόσωπο, με τα μεγάλα, εκφραστικά μάτια και τη λεπτή, μαύρη γραμμή που ορίζει τα χαρακτηριστικά, αποπνέει μια σχεδόν απόκοσμη ηρεμία. Είναι άγγελος ή προφήτης; Στην πάνω αριστερή γωνία, μια φτερωτή μορφή αναδύεται από τον ουρανό, επιβεβαιώνοντας τη θεϊκή προέλευση του μηνύματος, ωστόσο η κεντρική φιγούρα, με το κόκκινο κάλυμμα στο κεφάλι, μοιάζει περισσότερο με γήινο απεσταλμένο, θολώνοντας τα όρια μεταξύ του ουράνιου και του επίγειου. Δίπλα του, ένα στυλιζαρισμένο φυτό με δύο πτηνά προσθέτει ένα συμβολικό επίπεδο, πιθανώς υπαινισσόμενο τη γονιμότητα και τη νέα ζωή που πρόκειται να αναγγελθεί, στοιχεία που συχνά βρίσκουμε σε παρόμοια χειρόγραφα υμνολόγια που λειτουργούσαν ως πρακτικά και συμβολικά κείμενα ταυτόχρονα (Forrest και συνεργάτες).

Ο Στοχαστικός Ιωακείμ
Δεξιά, η ατμόσφαιρα αλλάζει. Ο Ιωακείμ, ο σύζυγος της Άννας, απεικονίζεται ως ένας γέροντας με λευκή γενειάδα και στοχαστικό βλέμμα. Η μορφή του είναι σιωπηλή. Περιχαρακωμένος μέσα σε ένα αυστηρό αρχιτεκτονικό πλαίσιο που μοιάζει με πύλη ή κόγχη, η μορφή του αποπνέει μια αίσθηση απομόνωσης και εσωτερικής περισυλλογής, μια οπτική μεταφορά της θλίψης του και της παραμονής του στην έρημο, όπως περιγράφεται στην απόκρυφη αφήγηση. Τα ενδύματά του, σε αποχρώσεις του μπλε και του γκρίζου, δημιουργούν μια έντονη χρωματική αντίθεση με τον κόκκινο μανδύα του αγγελιοφόρου, υπογραμμίζοντας τη διαφορετική συναισθηματική κατάσταση των δύο προσώπων. Τα χέρια του είναι σταυρωμένα στο στήθος σε μια χειρονομία αποδοχής ή δέησης. Γιατί ο καλλιτέχνης τον απεικονίζει έτσι; Ίσως για να τονίσει την πίστη του παρά τη δοκιμασία, μια αρετή που εκτιμάται ιδιαίτερα σε κείμενα που περιέχονται σε χειρόγραφα ύμνων και ψαλμών (Warson). Το πρόσωπό του, αν και λιτό στο σχέδιο, είναι γεμάτο παθός, με το βλέμμα στραμμένο ελαφρώς προς τα πάνω, σαν να αφουγκράζεται μια εσωτερική φωνή. Το χρυσό φωτοστέφανο, κοινό και στις δύο μορφές, τις εξυψώνει σε μια σφαίρα αγιότητας, όμως η ανθρώπινη έκφραση παραμένει στο επίκεντρο. Το γεγονός ότι διαθέτουμε ένα τόσο καλοδιατηρημένο έργο είναι εξαιρετικά σημαντικό, καθώς συχνά από τέτοιες συλλογές σώζονται μόνο θραύσματα χειρογράφων, καθιστώντας κάθε σελίδα πολύτιμη (Gwǝḥila). Η διπλή αυτή σύνθεση, με τη δυναμική της αντίθεσης μεταξύ δράσης και περισυλλογής, νεότητας και γήρατος, αποτελεί μια περίτεχνη οπτική αφήγηση, ένα παράθυρο στην καλλιτεχνική και πνευματική ζωή της αρμενικής κοινότητας του 16ου αιώνα, μια εποχή που η μεθοδιστική υμνωδία δεν είχε ακόμη διαμορφωθεί, αλλά η παράδοση των χειρόγραφων ύμνων βρισκόταν σε πλήρη άνθηση (Volland).

Κοντινό στο πρόσωπο του Ιωακείμ. Η έκφρασή του είναι γεμάτη περισυλλογή και θλίψη, όπως αρμόζει στην αφήγηση του Αρμενικού Υμνολογίου του 1591.
Ο Διάλογος των Μορφών και η Χρυσή Αύρα
Οι δύο μορφές δεν είναι μόνες. Στέκουν μέσα σε έναν κόσμο φτιαγμένο από χρώμα, χρυσό και συμβολικές γραμμές, έναν κόσμο που ο καλλιτέχνης έχει επιμελώς κατασκευάσει. Η σύνθεση, αν και φαινομενικά απλή με την παρατακτική της δομή, αποκαλύπτει μια βαθιά θεολογική και αφηγηματική πρόθεση, καθώς ο μικρογράφος διαιρεί τον χώρο σε δύο διακριτά πεδία – το αριστερό, όπου κυριαρχεί το στυλιζαρισμένο φυτικό μοτίβο και ο ουράνιος αγγελιοφόρος, και το δεξί, όπου ο Ιωακείμ είναι εγκλωβισμένος σε μια αυστηρή αρχιτεκτονική δομή. Ένας κόσμος χωρισμένος. Τι σημαίνει αυτός ο διαχωρισμός; Πιθανώς συμβολίζει τη συνάντηση του θείου λόγου με την ανθρώπινη απομόνωση, το θαύμα που εισβάλλει στην πεπερασμένη πραγματικότητα. Δεν υπάρχει οπτική επαφή μεταξύ τους. Ένας σιωπηλός διάλογος λαμβάνει χώρα. Η δυναμική χειρονομία του αγγελιοφόρου διασχίζει το νοητό σύνορο και απευθύνεται στον σκεπτικό Ιωακείμ, δημιουργώντας μια αόρατη γέφυρα ενέργειας που συνδέει τις δύο πλευρές της εικόνας, μια τεχνική που μετατρέπει την στατική εικόνα σε μια σκηνή γεμάτη λανθάνουσα δράση και πνευματική ένταση, αντικατοπτρίζοντας ίσως την ίδια τη φύση της υμνωδίας, όπου ο λόγος γεφυρώνει το ανθρώπινο με το θείο (Warson). Και πάνω από όλα, ο χρυσός. Το λαμπερό, χρυσό φόντο δεν είναι απλώς μια πολυτελής, διακοσμητική επιλογή· είναι μια συνειδητή καλλιτεχνική δήλωση που αφαιρεί τη σκηνή από τον ιστορικό χρόνο και τον συγκεκριμένο τόπο, τοποθετώντας την σε μια διάσταση αιωνιότητας και θεϊκής παρουσίας, μια πρακτική βαθιά ριζωμένη στην εικονογραφική παράδοση της Ανατολικής Χριστιανοσύνης. Η ίδια η υλική αξία του φύλλου χρυσού υπογραμμίζει την σπουδαιότητα του χειρογράφου και του μηνύματος που αυτό μετέφερε. Κάθε στοιχείο υπηρετεί την αφήγηση. Από τη χειρονομία του αγγέλου μέχρι το στοχαστικό βλέμμα του Ιωακείμ, και από την κραυγαλέα αντίθεση των χρωμάτων μέχρι τη σιωπηλή λάμψη του χρυσού, η μικρογραφία αυτή του Αρμενικού Υμνολογίου του 1591 λειτουργεί ως ένα αριστοτεχνικό παράδειγμα του πώς η τέχνη μπορεί να μετατρέψει μια απλή θρησκευτική ιστορία σε ένα πολύπλοκο ιστορικό και πολιτισμικό τεκμήριο, προσφέροντας ανεκτίμητες γνώσεις για την αισθητική και την πνευματικότητα μιας ολόκληρης εποχής.
Βιβλιογραφία
- Altman, R., ‘Hymnody, Graphotactics, and “Cædmon’s Hymn”‘, Philological Review, 2008.
- Forrest, B. K., Lamport, M. A., and Whaley, V. M., Hymns and Hymnody, Volume 1: From Asia Minor to Western Europe, 2020.
- Gwǝḥila, M., ‘A Fragment of an Ancient Hymnody Manuscript from Mägdäla Č̣ärqos (Wällo)’, Aethiopica, 2014.
- Kujumdzieva, S., ‘The Тropologion: Sources and Identifications of a Hymnographic Book’, Българско музикознание, 2012.
- Palladino, A., ‘From Desperate Solidarity to Dispassionate Eye. Shifting French Perspectives on Early Medieval Armenian Art (ca 1894–1929)’, in Re-Thinking Late Antique Armenia: Historiography, Archaeology, and Identity (Brepols, 2023).
- Volland, L. L., ‘…centuries of Methodist hymnody: an historical overview of the development of the American Methodist hymnal with special attention to hymnody in the 1780…’, (PhD diss., ProQuest, 1995).
- Warson, G. R., ‘From psalmody to hymnody: the establishment of printed hymnbooks within hymn singing communities’, (E-thesis, White Rose University Consortium, 2001).

