
Ο Εθνικός Διχασμός αποτελεί ένα από τα πιο τραυματικά επεισόδια της νεότερης ελληνικής ιστορίας. Η κήρυξη του Ευρωπαϊκού πολέμου τον Αύγουστο του 1914 διέλυσε αποτελεσματικά τη στενή συνεργασία μεταξύ του Στέμματος και της κυβέρνησης. Αυτό συνέβη σε μια εποχή που η Ελλάδα βρισκόταν ακόμη σε διαδικασία ανοικοδόμησης μετά τους επιτυχημένους Βαλκανικούς Πολέμους, όταν η χώρα είχε διπλασιάσει σχεδόν την επικράτειά της και αναζητούσε τρόπους ενσωμάτωσης των νέων εδαφών. Ο διχασμός που ακολούθησε δεν ήταν απλώς μια πολιτική διαφωνία, αλλά μια βαθιά ρήξη που χώρισε την ελληνική κοινωνία σε δύο αντίπαλα στρατόπεδα με διαμετρικά αντίθετες απόψεις για το μέλλον της πατρίδας.
Η σύγκρουση αυτή δεν προέκυψε από προσωπικές φιλοδοξίες. Τόσο ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος όσο και ο Ελευθέριος Βενιζέλος ήταν αδιαμφισβήτητα πατριώτες. Οι ριζικά αντίθετες πολιτικές τους θέσεις οδηγούνταν από εντελώς διαφορετικές αντιλήψεις σχετικά με τον καλύτερο τρόπο εξυπηρέτησης των εθνικών συμφερόντων της Ελλάδας, σε μια κρίσιμη συγκυρία που θα καθόριζε το μέλλον όχι μόνο της χώρας αλλά ολόκληρης της Ευρώπης.
Οι Αντιμαχόμενες Στρατηγικές Θέσεις
Η Θέση του Βασιλιά Κωνσταντίνου: Ουδετερότητα και Προφυλάξεις
Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος υιοθέτησε μια στρατηγική που βασιζόταν σε πραγματιστικές εκτιμήσεις. Αρνήθηκε κατηγορηματικά τις προτάσεις του Γερμανού αυτοκράτορα για την Ελλάδα να ταχθεί στο πλευρό των Κεντρικών Δυνάμεων, επικαλούμενος τη γεωγραφική θέση της χώρας. Η ιστορική ανάλυση της περιόδου αποδεικνύει την ορθότητα της παρατήρησής του ότι η Ελλάδα έπρεπε να διατηρεί καλές σχέσεις με Γαλλία και Αγγλία.
Διαφορετικά, θα υπήρχε κίνδυνος κατοχής ή καταστροφικού αποκλεισμού. Ο μονάρχης πίστευε σταθερά ότι οι Κεντρικές Δυνάμεις θα αναδεικνύονταν νικήτριες από τον πόλεμο. Δεν ήθελε να εκθέσει την Ελλάδα στην εκδικητική τους οργή, καθώς υπήρχε σοβαρός κίνδυνος, σε περίπτωση νίκης τους, η οργή τους εναντίον της Ελλάδας να οδηγήσει σε απώλεια εδαφών – ειδικά με την προσάρτηση της Ανατολικής Μακεδονίας από τη Βουλγαρία και των νησιών από την Τουρκία.
Η μελέτη των διπλωματικών αρχείων της εποχής αποκαλύπτει ότι ο Κωνσταντίνος δεν βασιζόταν στη συναισθηματική συμπάθεια των Συμμάχων για την εξυπηρέτηση των εθνικών συμφερόντων της Ελλάδας. Γνώριζε ότι η Ρωσία βρισκόταν υπό την επιρροή της Κωνσταντινούπολης και δεν έκρυβε το ενδιαφέρον της για τη Βουλγαρία. Για τον λόγο αυτό, ακόμη και σε περίπτωση που η Ελλάδα οδηγούνταν από την πορεία των πραγμάτων να συνεργαστεί με τους Συμμάχους, επεδίωκε ρητές συμβατικές εγγυήσεις για την ικανοποίηση των εθνικών διεκδικήσεων και την εδαφική ακεραιότητα της χώρας.
Η Οραματική Προσέγγιση του Βενιζέλου: Ενεργή Συμμετοχή και Διπλωματικές Ευκαιρίες
Αντίθετα, ο Ελευθέριος Βενιζέλος υιοθέτησε μια πιο επιθετική στρατηγική. Αν και ακόμη χωρίς επίσημη πρόσκληση, ήθελε την Ελλάδα να συμμετάσχει στον Ευρωπαϊκό πόλεμο στο πλευρό της Τριπλής Αντάντ (Αγγλίας, Γαλλίας, Ρωσίας). Αυτή η επιλογή θα γινόταν ακόμη και χωρίς καμία προηγούμενη υπόσχεση ικανοποίησης των εθνικών διεκδικήσεων, καθώς ο Βενιζέλος πίστευε στο άστρο του μετά τις επιτυχίες στους Βαλκανικούς Πολέμους, όπου είχε καταφέρει την είσοδο της Ελλάδας στις βαλκανικές συμμαχίες χωρίς προηγούμενες υποσχέσεις εδαφικών κερδών.
Δεν αμφέβαλλε ότι η ενεργή εμπλοκή στον πόλεμο και η ενεργητική θέση στην πανευρωπαϊκή πολιτική θα του έδιναν τη δυνατότητα να πραγματοποιήσει και πάλι τα μεγαλεπήβολα σχέδιά του. Η έρευνα στα αρχεία της εποχής δείχνει ότι ο Βενιζέλος πίστευε σταθερά στη νίκη των Συμμάχων και, ανεξαρτήτως σχέσεων και εγγυήσεων επί χάρτου, επιζητούσε έναντι όλων των θυσιών και με όλα τα μέσα να εισαγάγει την Ελλάδα σε ενεργή συμμετοχή στο πλευρό τους.
Με τον τρόπο αυτό, η χώρα θα είχε τη δυνατότητα να συμμετέχει στα συμμαχικά μυστικά συμβούλια, να ενεργεί ανοιχτά και παρασκηνιακά μεταξύ των συμμαχικών παραγόντων, να εκμεταλλεύεται κάθε ευνοϊκή εξέλιξη της κατάστασης και να δημιουργεί τετελεσμένα γεγονότα υπέρ της Ελλάδας.
Η Κλιμάκωση της Κρίσης και το Σερβικό Ζήτημα
Η Διαμάχη για τη Στρατιωτική Βοήθεια προς τη Σερβία
Το ζήτημα της βοήθειας προς τη Σερβία αποτέλεσε το κεντρικό σημείο διαμάχης που οδήγησε στην κλιμάκωση της κρίσης. Η ελληνοσερβική συνθήκη του 1913 προέβλεπε τη στρατιωτική βοήθεια 150.000 ανδρών προς τη Σερβία εκ μέρους της Ελλάδας, σε περίπτωση που η πρώτη δεχόταν επίθεση από οποιαδήποτε δύναμη. Η διπλωματική μελέτη των συνθηκών αυτής της περιόδου αναλύει λεπτομερώς τους όρους αυτής της συμφωνίας και τις διαφορετικές ερμηνείες που δόθηκαν από τις αντιμαχόμενες πλευρές.
Ο Βενιζέλος επέμενε κατηγορηματικά ότι η Ελλάδα είχε ιερή υποχρέωση να βοηθήσει τη Σερβία όταν τα αυστριακά στρατεύματα εισέβαλαν στο έδαφός της. Θεωρούσε ότι η τήρηση των διεθνών υποχρεώσεων αποτελούσε θέμα εθνικής τιμής και αξιοπιστίας. Οι πολιτικοί αντίπαλοί του, ωστόσο, υποστήριζαν ότι η Ελλάδα, με βάση την πραγματική της κατάσταση και τη γραμματική ερμηνεία της συνθήκης, είχε υποχρέωση να προστρέξει σε βοήθεια της Σερβίας μόνον όταν αυτή δεχόταν επίθεση από βαλκανικό κράτος και όχι από μεγάλη ευρωπαϊκή δύναμη όπως η Αυστροουγγαρία.
Η επιμονή του Βενιζέλου να σπεύσει σε βοήθεια ακόμη και με περιορισμένη στρατιωτική δύναμη, τη στιγμή που είχε ήδη συντελεστεί η δραματική υποχώρηση των σερβικών δυνάμεων και η κατάσταση είχε γίνει μη αναστρέψιμη, φαινόταν από τους επικριτές του περισσότερο ως παραβίαση της ουδετερότητας της Ελλάδας παρά ως ουσιαστική συμπαράσταση στους Συμμάχους. Το ιστορικό αρχείο της περιόδου καταγράφει τις έντονες διαβουλεύσεις και τις διαφωνίες που προέκυψαν σχετικά με την ερμηνεία και εφαρμογή αυτής της κρίσιμης συνθήκης.
Οι Πολιτιστικές και Κοινωνικές Διαστάσεις του Διχασμού
Η Επίδραση στην Ελληνική Κοινωνία και τη Συλλογική Ταυτότητα
Ο Εθνικός Διχασμός δεν περιορίστηκε στους πολιτικούς κύκλους. Διείσδυσε βαθιά στην ελληνική κοινωνία, διαιρώντας οικογένειες, φιλίες και κοινότητες. Η ιστοριογραφική έρευνα αποκαλύπτει ότι ο διχασμός αποτέλεσε έναν από τους πρώτους περιπτώσεις στη νεότερη ελληνική ιστορία όπου ιδεολογικές διαφορές οδήγησαν σε τόσο βαθιά κοινωνική πόλωση.
Οι διαφορετικές απόψεις για τη θέση της Ελλάδας στον παγκόσμιο πόλεμο αντανακλούσαν βαθύτερες διαφορές στον τρόπο που οι Έλληνες αντιλαμβάνονταν την εθνική ταυτότητα, τη θέση της χώρας στη διεθνή κοινότητα και τη σχέση μεταξύ παράδοσης και νεωτερικότητας. Η μία πλευρά έβλεπε στη συμμετοχή στον πόλεμο μια ευκαιρία για την πραγμάτωση των εθνικών οραμάτων. Η άλλη θεωρούσε την προσεκτική ουδετερότητα ως τον ασφαλέστερο δρόμο για τη διατήρηση των κεκτημένων και την αποφυγή καταστροφικών συνεπειών.
Η Επικοινωνιακή Διάσταση και η Διαμόρφωση της Κοινής Γνώμης
Το φαινόμενο του διχασμού συνοδεύτηκε από έναν πρωτοφανή αγώνα διαμόρφωσης της κοινής γνώμης. Εφημερίδες, φυλλάδια και δημόσιες συγκεντρώσεις έγιναν το πεδίο μάχης για την επικράτηση των δύο αντίπαλων θέσεων. Η μελέτη των μέσων επικοινωνίας της εποχής δείχνει πώς η πολιτική διαφωνία μετατράπηκε σε έναν ολοκληρωτικό πόλεμο ιδεών που κατάφερε να διαπεράσει όλες τις κοινωνικές τάξεις και γεωγραφικές περιοχές.
Ο διχασμός δημιούργησε δύο παράλληλα πολιτικά σύμπαντα. Κάθε πλευρά ανέπτυξε τη δική της ερμηνεία των γεγονότων, τους δικούς της ήρωες και αντιπάλους, τη δική της εκδοχή της εθνικής ιστορίας και του πολιτικού γίγνεσθαι.
Οι Μακροπρόθεσμες Συνέπειες για τη Νεότερη Ελλάδα
Η αντιπαράθεση μεταξύ του Βασιλιά Κωνσταντίνου και του Ελευθερίου Βενιζέλου οδήγησε τελικά σε έναν βαθύ και διαρκή Εθνικό Διχασμό. Οι επιπτώσεις άφησαν ανεξίτηλα σημάδια στην ελληνική πολιτική κουλτούρα και κοινωνία για δεκαετίες. Παρά τις διαφορετικές απόψεις τους, και οι δύο ηγέτες επιδίωκαν ειλικρινά το συμφέρον της Ελλάδας, αλλά ο διχασμός που προκλήθηκε υπονόμευσε τελικά εκείνη ακριβώς την εθνική ενότητα που ήταν απαραίτητη για την επιτυχή προώθηση των εθνικών συμφερόντων.
Ο διχασμός δεν ήταν απλώς μια περιοδική πολιτική κρίση αλλά ένα δομικό στοιχείο που επηρέασε τη μετέπειτα πολιτική εξέλιξη της χώρας. Οι γραμμές διαίρεσης που δημιουργήθηκε επηρέασαν τόσο τις πολιτικές συμμαχίες όσο και τον τρόπο που οι Έλληνες αντιμετώπιζαν τα μεγάλα εθνικά ζητήματα για γενιές ολόκληρες. Η τραγωδία του διχασμού έγκειται στο γεγονός ότι, ενώ και οι δύο πλευρές είχαν πατριωτικά κίνητρα και εύλογες ανησυχίες, η αδυναμία εύρεσης κοινού τόπου οδήγησε σε μια κρίση που αποδυνάμωσε τη χώρα ακριβώς τη στιγμή που χρειαζόταν μέγιστη ενότητα και αποφασιστικότητα.
Η μελέτη του Εθνικού Διχασμού προσφέρει πολύτιμα διδάγματα για την κατανόηση των δημοκρατικών διαδικασιών και της σημασίας του εποικοδομητικού διαλόγου σε περιόδους κρίσης, αποδεικνύοντας ότι ακόμη και οι πιο ειλικρινείς πατριωτικές προθέσεις μπορούν να οδηγήσουν σε καταστροφικά αποτελέσματα όταν λείπει η πολιτική σύνεση και η ικανότητα συμβιβασμού.

