Η Νομική Θέση των Χριστιανών στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία

Κεφαλή-Νέρωνα-Αγαλματίδιο-Ρώμη
Η Κεφαλή Του Αυτοκράτορα Νέρωνα Από Άγαλμα Της Εποχής Του, Που Έδωσε Το Έναυσμα Για Τους Πρώτους Διωγμούς Εναντίον Των Πρώτων Χριστιανών Στη Ρώμη.

Η ιστορία του πρώιμου Χριστιανισμού στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία χαρακτηρίζεται από μια βαθιά αντίφαση. Ενώ δεν υπήρχε συγκεκριμένος νόμος που να απαγορεύει ρητά τη χριστιανική πίστη, οι διωγμοί εκδηλώθηκαν περιοδικά από τα μέσα του πρώτου αιώνα μέχρι τις αρχές του τετάρτου, δημιουργώντας ένα κλίμα νομικής αβεβαιότητας και πνευματικής δοκιμασίας για τους πιστούς. Το νομικό καθεστώς των Χριστιανών παρέμεινε ασαφές για σχεδόν τρεις αιώνες, καθώς η νέα θρησκεία δεν ταίριαζε στις παραδοσιακές κατηγορίες του ρωμαϊκού δικαίου, που διέκρινε μεταξύ νομίμων θρησκειών (religio licita) και επικίνδυνων δεισιδαιμονιών (superstitio). Αρχικά θεωρούμενοι ως Ιουδαϊκή αίρεση και εξαιρούμενοι από την υποχρέωση λατρείας των ρωμαϊκών θεών, οι Χριστιανοί βρέθηκαν σταδιακά εκτεθειμένοι σε αυξανόμενη εχθρότητα καθώς η νέα πίστη αποκτούσε τη δική της ταυτότητα και απομακρυνόταν από τις ιουδαϊκές της ρίζες. Οι διωγμοί εναντίον των χριστιανών και η μεταστροφή του Κωνσταντίνου σηματοδότησαν την άρση αυτής της περιόδου αβεβαιότητας μόνο το 313 μ.Χ. (Keramidas).

Από την Ανοχή στη Δίωξη: Το Νομικό Κενό και οι Πρώτοι Διωγμοί (64-250 μ.Χ.)

Ο Νέρωνας και η Πυρκαγιά της Ρώμης (64 μ.Χ.)

Το έτος 64 μ.Χ. αποτελεί καμπή στην ιστορία της χριστιανικής κοινότητας. Η Μεγάλη Πυρκαγιά της Ρώμης, που κατέστρεψε μεγάλο τμήμα της πόλης τον Ιούλιο εκείνου του έτους, έδωσε στον αυτοκράτορα Νέρωνα την ευκαιρία να στρέψει τις υποψίες της κοινής γνώμης από τον ίδιο προς μια ευάλωτη μειονότητα: τους Χριστιανούς. Ο ρωμαίος ιστορικός Τάκιτος, γράφοντας περίπου μισό αιώνα μετά τα γεγονότα στα Χρονικά του, περιγράφει πώς ο Νέρωνας κατηγόρησε τους οπαδούς του Χριστού για την καταστροφή, προκειμένου να αποσιωπήσει τις φήμες που τον συνέδεαν με τη φωτιά. Η περί Νέρωνος σύνδεση με τους διωγμούς απασχόλησε τη σύγχρονη ακαδημαϊκή έρευνα, καθώς οι πηγές διαφοροποιούνται ως προς το βαθμό προμελέτης των ενεργειών του (Gray-Fow). Σύμφωνα με τον Τάκιτο, οι Χριστιανοί ήταν ήδη μισητοί από το πλήθος εξαιτίας των «αποτροπιασμών τους», χαρακτηρισμός που αντικατοπτρίζει την εχθρική στάση της ρωμαϊκής κοινωνίας προς την καινούργια αυτή θρησκευτική ομάδα που απομονωνόταν από τις δημόσιες λατρευτικές πράξεις και αρνιόταν να τιμήσει τους παραδοσιακούς θεούς. Μολονότι ο Τάκιτος δεν δείχνει ιδιαίτερη συμπάθεια για τους Χριστιανούς, τους οποίους χαρακτηρίζει «μισανθρώπους», παραδέχεται πως οι τιμωρίες που υπέστησαν ήταν υπερβολικές και προκαλούσαν οίκτο στους θεατές, καθώς κάποιοι καίγονταν ζωντανοί ως ανθρώπινοι φανοί για να φωτίζουν τους νυχτερινούς κήπους του Νέρωνα, ενώ άλλοι πετάγονταν σε αγριεμένα θηρία για να κατασπαραχθούν στην αρένα. Ο Πλίνιος ο Νεότερος, γράφοντας περίπου πενήντα χρόνια αργότερα στον αυτοκράτορα Τραϊανό από τη Βιθυνία όπου υπηρετούσε ως διοικητής, αποκάλεσε τον Χριστιανισμό «απεχθή και ακραία δεισιδαιμονία», αντικατοπτρίζοντας τη συνεχιζόμενη εχθρική άποψη της ρωμαϊκής διοίκησης. Ο Σουητώνιος, με τη σειρά του, τον χαρακτήρισε ως «νέα και επιβλαβή δεισιδαιμονία». Αυτή η εχθρική γλώσσα ήταν σημαντική. Αν και ο Νέρωνας φαίνεται να χρησιμοποίησε τους Χριστιανούς ως αποδιοπομπαίους τράγους για τη δική του πολιτική επιβίωση, οι χαρακτηρισμοί των ρωμαίων συγγραφέων αποκάλυπταν μια βαθύτερη πολιτισμική και θρησκευτική αντιπαλότητα που θα διατηρούνταν για αιώνες, καθώς η νομική θέση της θρησκείας στο ρωμαϊκό πλαίσιο παρέμενε αόριστη (Tate). Ο Τερτυλλιανός, χριστιανός απολογητής και νομικός από την Καρχηδόνα που έγραφε στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 3ου αιώνα, αναφερόταν σε μια «Νερωνιανή Πολιτική» (Institutum Neronianum), υπονοώντας ότι οι ενέργειες του Νέρωνα είχαν εδραιώσει ένα προηγούμενο ή ένα ανεπίσημο πρότυπο που επέτρεπε μεταγενέστερες αντιχριστιανικές στάσεις και πράξεις.

Δεισιδαιμονία vs Religio: Η Απουσία Νομικής Αναγνώρισης

Η ρίζα του προβλήματος βρισκόταν στο νομικό καθεστώς της χριστιανικής θρησκείας εντός του ρωμαϊκού συστήματος. Ποτέ δεν υπήρξε συγκεκριμένος, καθολικός νόμος που να απαγορεύει ρητά τη χριστιανική πίστη ή τη λατρεία. Αντ’ αυτού, το νομικό πλαίσιο της αυτοκρατορίας άφηνε την υπόθεση σε μια γκρίζα ζώνη όπου η τοπική εφαρμογή και η ερμηνεία των υπαρχόντων νόμων καθόριζαν την τύχη των πιστών (Noethlichs). Η Ρώμη ανέχονταν διάφορα θρησκευτικά συστήματα στη μεγάλη της αυτοκρατορία, αρκεί αυτά να μην απειλούσαν την κοινωνική τάξη και οι οπαδοί τους να εκπληρώνουν τις βασικές τους υποχρεώσεις προς την πολιτεία, συμπεριλαμβανομένης της συμβολικής αναγνώρισης των παραδοσιακών θεών και του θεσμού της αυτοκρατορικής λατρείας. Οι Χριστιανοί, ωστόσο, ήταν αδύνατο να συμβιβαστούν με αυτές τις απαιτήσεις χωρίς να προδώσουν το κεντρικό δόγμα της μονοθεϊστικής τους πίστης και της αποκλειστικής πίστης στον Χριστό ως μοναδικό Κύριο. Κατά τους δύο πρώτους αιώνες μ.Χ., το καθεστώς του Χριστιανισμού ως μη νόμιμης «δεισιδαιμονίας» και όχι αναγνωρισμένης θρησκείας (religio licita) επέτρεπε τους διωγμούς χωρίς ειδικά διατάγματα, αφού οι Ρωμαίοι αξιωματούχοι μπορούσαν να στηρίζονται σε ευρείες ερμηνείες υπαρχόντων νόμων, ιδίως εκείνων που αφορούσαν παράνομες ενώσεις (collegia illicita) ή δραστηριότητες που θεωρούνταν ως απειλή για την κοινωνική συνοχή. Χωρίς καθορισμένο νομικό καθεστώς, οι Χριστιανοί θεωρούνταν μέλη μιας επικίνδυνης «νέας» και «ξένης» αίρεσης, της οποίας η άρνηση συμμετοχής στην κρατική θρησκεία μπορούσε να θεωρηθεί ως υπονόμευση της παραδοσιακής τάξης και ακόμα και ως έκφραση ανυπακοής ή προδοσίας. Οι κατηγορίες εναντίον τους ήταν συχνά αόριστες, βασισμένες σε φήμες και παρεξηγήσεις των χριστιανικών πρακτικών: υποψίες για αιμομιξία, θυσία παιδιών, κανιβαλισμό και μίσος για το ανθρώπινο γένος προέκυψαν από την παρερμηνεία των ευχαριστιακών τελετών και της αγαπητικής γλώσσας των χριστιανικών κοινοτήτων. Σοβαρότερες ήταν οι κατηγορίες που αφορούσαν την άρνηση λατρείας των ρωμαϊκών θεών και του αυτοκράτορα, πράξη που θεωρείτο ασέβεια (impietas) και θα μπορούσε να ερμηνευθεί ως απειλή για την ευημερία και τη σταθερότητα της αυτοκρατορίας, η οποία εξαρτιόταν από την pax deorum, τη δηλαδή ειρήνη με τους θεούς που εξασφαλιζόταν μέσω της δημόσιας λατρείας. Παρόλα αυτά, οι πρώιμοι διωγμοί δεν βασίστηκαν επίσημα σε συγκεκριμένες κατηγορίες ιεροσυλίας ή προδοσίας. Μάλλον, οι αρχές συνέδεαν τη δίωξη με την απαγόρευση παράνομων συναθροίσεων και την παρουσία μιας μισητής θρησκευτικής ομάδας που αρνιόταν τη συμμόρφωση. Οι διωγμοί ήταν τοπικοί και σποραδικοί, καθώς η θρησκευτική κατάσταση στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία εξαρτιόταν από την προθυμία των περιφερειακών διοικητών να επιβάλλουν αυστηρά τέτοιους νόμους (Ντάβαρης). Η διακριτική εξουσία (coercitio) που είχαν οι διοικητές των επαρχιών τους επέτρεπε να τιμωρούν ενέργειες που θεωρούσαν επιβλαβείς για τη δημόσια τάξη, συμπεριλαμβανομένης της χριστιανικής ομολογίας.

Υπερασπίσεις και Εξελίξεις: Από τους Απολογητές στο Διάταγμα των Μεδιολάνων

Οι Χριστιανοί Απολογητές και η Αντίκρουση των Κατηγοριών

Απέναντι σε αυτές τις προκλήσεις, διανοητές Χριστιανοί ανέλαβαν την υπεράσπιση της πίστης τους μέσω γραπτών απολογιών που απευθύνονταν στους αυτοκράτορες και στο μορφωμένο κοινό της εποχής. Ο Ιουστίνος ο Μάρτυρας, φιλόσοφος που ασπάστηκε τον Χριστιανισμό στα μέσα του 2ου αιώνα και έγραψε δύο Απολογίες γύρω στα 155-165 μ.Χ., απηύθυνε την υπεράσπισή του στον αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή και τους γιους του. Απέρριπτε την κατηγορία ότι οι Χριστιανοί ήταν αθεϊστές επειδή δεν λάτρευαν τα ειδωλολατρικά αγάλματα, υποστηρίζοντας ότι πίστευαν στον αληθινό Θεό που ήταν πέρα από την υλική μορφή. Ισχυρίστηκε επίσης ότι ο Χριστιανισμός δεν ήταν νέος όπως τον κατηγορούσαν οι επικριτές του, αλλά η εκπλήρωση των αρχαίων εβραϊκών προφητειών και η αποκάλυψη του θείου Λόγου (Logos) που ήταν παρών από την αρχή της δημιουργίας και φανερώθηκε στον Χριστό. Οι αντιδιωκτικές στάσεις Τερτυλλιανού και Κυπριανού διαφοροποιούνταν ως προς την προσέγγιση των διωγμών στον 3ο αιώνα (Ιωσήφ). Μερικοί απολογητές προχωρούσαν ακόμη παραπέρα, υποστηρίζοντας ότι η καταγωγή των χριστιανικών αληθειών ήταν ακόμη παλαιότερη από την ελληνική φιλοσοφία και τη ρωμαϊκή θρησκεία. Οι απολογητές τόνιζαν την ηθική αρετή και την κοινωνική συμπεριφορά των Χριστιανών, αντιπαραβάλλοντάς τες με τις ανήθικες κατηγορίες και τους μύθους για εγκληματική δραστηριότητα. Υποστήριζαν ότι οι Χριστιανοί ήταν υπάκουοι πολίτες που πλήρωναν τους φόρους τους, σέβονταν τους νόμους και προσεύχονταν για την ευημερία του αυτοκράτορα και της αυτοκρατορίας, ακόμη και αν δεν μπορούσαν να θυσιάσουν στα είδωλα ή να λατρεύσουν τον αυτοκράτορα ως θεό. Ο Τερτυλλιανός, γράφοντας στην Καρχηδόνα στα τέλη του 2ου και στις αρχές του 3ου αιώνα σε έργα όπως το Apologeticum (γύρω στο 197 μ.Χ.), επιτέθηκε σθεναρά στην αδικία των διωγμών, υποστηρίζοντας ότι το να είσαι Χριστιανός δεν συνιστούσε αυτό καθαυτό έγκλημα και δεν έπρεπε να τιμωρείται. Επέκρινε την αυθαίρετη φύση των δίκων, όπου οι Χριστιανοί καταδικάζονταν απλώς για την ομολογία του ονόματος (nomen ipsum), χωρίς αποδείξεις συγκεκριμένων εγκλημάτων: «Εάν ομολογείς, τιμωρείσαι· εάν αρνηθείς, αθωώνεσαι. Τι είδος δικαιοσύνης είναι αυτή;». Αμφισβήτησε τη συνέπεια της ρωμαϊκής νομικής πρακτικής που τιμωρούσε τους ομολογούντες Χριστιανούς ενώ αθώωνε τους απαρνούμενους, παρά την υποτιθέμενη ενοχή και των δύο εάν το να είσαι Χριστιανός ήταν πράγματι έγκλημα. Επιπλέον, οι απολογητές εξηγούσαν τους λόγους της χριστιανικής άρνησης να λατρεύσουν τους ρωμαίους θεούς, επισημαίνοντας τη μονοθεϊστική φύση της πίστης τους και την πεποίθησή τους ότι η λατρεία ειδώλων ήταν είδος πνευματικής δουλείας σε δαιμονικές δυνάμεις. Ταυτόχρονα διαβεβαίωναν ότι παρέμεναν πιστοί υπήκοοι που προσεύχονταν για την ασφάλεια και την ευημερία του αυτοκράτορα. Μερικοί κατηγόρησαν την εβραϊκή ζήλια και εχθρότητα για τους διωγμούς των Χριστιανών, προσπαθώντας να ξεχωρίσουν πλήρως τον Χριστιανισμό από τον Ιουδαϊσμό και να παρουσιάσουν τη νέα πίστη όχι ως εβραϊκή αίρεση αλλά ως καθολική (οικουμενική) θρησκεία που προοριζόταν για όλα τα έθνη. Συνολικά, αυτές οι υπερασπίσεις στόχευαν στη νομική αναγνώριση του Χριστιανισμού ως νόμιμου και αρχαίου συστήματος πίστης (religio licita et antiqua) παρά επικίνδυνης νέας αίρεσης. Η χορήγηση νομικού καθεστώτος θεωρείτο απαραίτητη για να τερματιστούν οι διωγμοί που βασίζονταν στη θρησκευτική ταυτότητα παρά σε αποδεδειγμένες εγκληματικές πράξεις. Παρά τις ικανές επιχειρηματολογίες και το πάθος των απολογητών, η επίσημη στάση της αυτοκρατορίας παρέμεινε διστακτική, με περιόδους σχετικής ανοχής να εναλλάσσονται με έξαρσεις τοπικών ή ευρύτερων διωγμών.

Ο 3ος Αιώνας και η Συστηματοποίηση των Διωγμών

Κατά τη διάρκεια του τρίτου αιώνα, η νομική κατάσταση των Χριστιανών παρέμεινε ασαφής και ρευστή, αλλά οι διωγμοί έτειναν να γίνουν πιο συστηματικοί και πιο ευρείς σε κλίμακα. Η ad hoc προσέγγιση των προηγούμενων δύο αιώνων συνεχίστηκε, με τη διακριτική ευχέρεια των τοπικών αξιωματούχων να παίζει σημαντικό ρόλο, αλλά μερικοί αυτοκράτορες προχώρησαν σε πιο οργανωμένες προσπάθειες για τον έλεγχο ή την καταστολή του Χριστιανισμού. Ο Δέκιος (249-251 μ.Χ.) εξέδωσε το 250 μ.Χ. διάταγμα που απαιτούσε από όλους τους πολίτες να προσφέρουν θυσίες στους θεούς παρουσία των αρχών και να λάβουν πιστοποιητικό (libellus) ως απόδειξη συμμόρφωσης. Η απαίτηση αυτή δεν ήταν ειδικά αντιχριστιανική στη μορφή της—απευθυνόταν σε όλους—αλλά στην πράξη επηρέασε κυρίως τους Χριστιανούς, που δεν μπορούσαν να συμμορφωθούν χωρίς να προδώσουν την πίστη τους. Πολλοί Χριστιανοί μαρτύρησαν αρνούμενοι να θυσιάσουν, ενώ άλλοι υπέκυψαν στην πίεση (οι λεγόμενοι lapsi ή «πεσόντες»), δημιουργώντας αργότερα θεολογικές και εκκλησιαστικές διαμάχες για την επανένταξή τους στην κοινότητα. Η εξέλιξη της θέσης του μοναχισμού στη χριστιανική παράδοση μετά το πέρας των διωγμών άλλαξε τον τρόπο έκφρασης της αφοσίωσης (Φλωρίδου). Ο Βαλεριανός (253-260 μ.Χ.) αρχικά ήταν ανεκτικός, αλλά το 257 και 258 μ.Χ. εξέδωσε διατάγματα που στόχευαν ειδικά τους Χριστιανούς, απαγορεύοντας τις συναθροίσεις τους, διατάσσοντας τους κληρικούς να θυσιάσουν και κατάσχοντας χριστιανική περιουσία, συμπεριλαμβανομένων των κοιμητηρίων. Ο διωγμός αυτός ήταν εντονότερος και πιο στοχευμένος, καθώς επικεντρωνόταν στην ηγεσία της Εκκλησίας, επιδιώκοντας να αποδυναμώσει τη χριστιανική κοινότητα αποκεφαλίζοντας την οργάνωσή της. Οι επισκοποί ως επί το πλείστον ήταν οι πρώτοι στόχοι, και πολλοί συμπεριλαμβανομένου του Κυπριανού της Καρχηδόνας εκτελέστηκαν κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου. Μετά τη σύλληψη του Βαλεριανού από τους Πέρσες το 260 μ.Χ., ο γιος του Γαλλιηνός εξέδωσε διατάγματα ανοχής που περιόρισαν τους διωγμούς και επέτρεψαν στους Χριστιανούς να ανακτήσουν τις περιουσίες τους, οδηγώντας σε περίοδο σχετικής ειρήνης που διήρκεσε περίπου σαράντα χρόνια. Η ανάπτυξη του Χριστιανισμού συνεχίστηκε κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, επεκτεινόμενη σε όλα τα κοινωνικά στρώματα και γεωγραφικές περιοχές της αυτοκρατορίας. Το νομοθετικό έργο των αυτοκρατόρων στη μεταχριστιανική περίοδο θα επηρεαστεί από τη νέα θρησκεία (Αποστολίδης). Οι πρακτικές των διωγμών εξελίχθηκαν, με τη θυσία στους ρωμαίους θεούς ή τον αυτοκράτορα να απαιτείται ολοένα περισσότερο τον 3ο αιώνα για να αποδειχθεί η πολιτική πίστη και να αναγκαστούν οι Χριστιανοί να απαρνηθούν δημόσια την αποκλειστική τους πίστη. Ο μεγαλύτερος και πλέον συστηματικός διωγμός ξεκίνησε το 303 μ.Χ. υπό τον Διοκλητιανό, που εξέδωσε σειρά διαταγμάτων που απαιτούσαν την καταστροφή των χριστιανικών εκκλησιών και των γραφών, τη θανάτωση ή φυλάκιση κληρικών, και τελικά τη θυσία από όλους τους πολίτες. Αυτός ο «Μεγάλος Διωγμός» συνεχίστηκε με διαφορετική ένταση σε διάφορα μέρη της αυτοκρατορίας μέχρι το 313 μ.Χ. Οι σχέσεις Ορθοδοξίας και πολιτικής θα αναδιαμορφωθούν ριζικά μετά την ανάληψη εξουσίας από τον Κωνσταντίνο (Ντάβαρης). Παρά τις εντάσεις, οι διωγμοί δεν ήταν ποτέ πλήρως συνεπείς ούτε συντονισμένοι σε όλη την αυτοκρατορία, καθώς η εφαρμογή εξαρτιόταν από την προθυμία των τοπικών αρχών και τις περιφερειακές συνθήκες. Λόγω της αποκεντρωμένης φύσης του ρωμαϊκού νομικού συστήματος, πολλά εξαρτιόνταν από τη διάθεση των τοπικών αξιωματούχων να στοχοποιούν τους Χριστιανούς. Μόνο με το Διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ., που εκδόθηκε από τους συναυτοκράτορες Κωνσταντίνο και Λικίνιο μετά τη νίκη του πρώτου στη Γέφυρα του Μιλβίου το 312 μ.Χ., ο Χριστιανισμός απέκτησε πλήρη νομική αναγνώριση και ανοχή σε όλη τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Το διάταγμα αυτό δεν αναγνώρισε απλώς τον Χριστιανισμό ως νόμιμη θρησκεία (religio licita), αλλά επέστρεψε επίσης τις κατασχεμένες εκκλησιαστικές περιουσίες και έθεσε τέρμα στα βάσανα που είχαν διαρκέσει σχεδόν τρεις αιώνες.

Συνοψίζοντας, το ασαφές νομικό καθεστώς του Χριστιανισμού τους τρεις πρώτους αιώνες μ.Χ. οδήγησε σε περιοδικούς διωγμούς κάτω από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ως μια αναγνωρισμένη θρησκευτική κοινότητα που θεωρούνταν επικίνδυνη και ξένη προς τις παραδοσιακές αξίες, ο Χριστιανισμός ήταν ευάλωτος σε δίωξη με βάση υπάρχοντες νόμους κατά παράνομων ενώσεων και δραστηριοτήτων που θεωρούνταν απειλή για την κοινωνική συνοχή. Ωστόσο, δεν υπήρχαν καθολικές πολιτικές ή συνεπής επιβολή, όπως αποδεικνύεται από τις περιόδους σχετικής ανοχής που εναλλάσσονταν με έξαρσεις βίας. Οι διώξεις βασίζονταν περισσότερο στην ομολογία του ονόματος του Χριστού παρά σε αποδεδειγμένες εγκληματικές πράξεις, ενώ η ιστορία του ρωμαϊκού δικαίου παρουσιάζει σύνθετη εξέλιξη (Παπαγιάννη και συνεργάτες). Οι διωγμοί επεκτάθηκαν με την ανάπτυξη του Χριστιανισμού αλλά παρέμειναν σποραδικοί και τοπικοί μέχρι τις μεγάλες συστηματικές καμπάνιες του 3ου αιώνα. Ενώ οι απολογητές επιχειρηματολογούσαν κατά των παρερμηνειών και υπέρ της ανοχής, ο Χριστιανισμός στερούνταν επίσημης αυτοκρατορικής αναγνώρισης ως νόμιμη θρησκεία μέχρι τις αρχές του τετάρτου αιώνα, όταν η εκκλησιαστική οργάνωση και πολιτική εξουσία συναντήθηκαν σε νέα βάση (Μελέτση).

Η τριαιωνική αυτή περίοδος δοκιμασίας σφυρηλάτησε την ταυτότητα της πρώιμης Εκκλησίας με τρόπο που καμία θεολογική διατριβή δεν θα μπορούσε. Οι διωγμοί, παρά την τραγική τους διάσταση, μετέτρεψαν τον Χριστιανισμό από μια ιουδαϊκή αίρεση σε μια οικουμενική πίστη με σαφή ταυτότητα και αποφασιστική μαρτυρία. Το αίμα των μαρτύρων—όπως διακήρυξε ο Τερτυλλιανός—έγινε «σπέρμα Χριστιανών», καθώς η ομολογία της πίστης μπροστά στο θάνατο απέδειξε περισσότερο από κάθε λόγο την αλήθεια του Ευαγγελίου. Όταν τελικά ο Κωνσταντίνος υπέγραψε το Διάταγμα των Μεδιολάνων το 313 μ.Χ., δεν απελευθέρωνε απλώς μια διωκόμενη μειονότητα· αναγνώριζε μια πνευματική δύναμη που είχε ήδη κατακτήσει τις καρδιές εκατομμυρίων και ήταν έτοιμη να διαμορφώσει το μέλλον του δυτικού πολιτισμού.

 

Βιβλιογραφία

Αποστολίδης, Ι., ‘Το νομοθετικό έργο των Βυζαντινών Αυτοκρατόρων’, Διπλωματική Εργασία, 2020.

Clayton, F.W., ‘Tacitus and Nero’s Persecution of the Christians’, The Classical Quarterly, 1947.

de Ste Croix, G.E.M., ‘Why were the early Christians persecuted?’, Studies in Ancient Society, 2013.

Fredriksen, P., ‘Christians in the Roman Empire in the first three centuries CE’, A companion to the Roman Empire, 2006.

Gray-Fow, M.J.G., ‘Why the Christians? Nero and the great fire’, Latomus, 1998.

Ιωσήφ, Δ., ‘Semen est sanguis christianorum: η διαφωνία Τερτυλλιανού-Κυπριανού για την ενδεδειγμένη χριστιανική αντιμετώπιση των διωγμών’, Ariadne, 2008.

Kehoe, D.P., ‘Law and social formation in the Roman empire’, The Oxford Social History of the Roman Empire, 2011.

Keramidas, D., ‘Ο Χριστιανισμός στη Μετακωνσταντίνεια Ευρώπη’, Synthesis, 2013.

Μελέτση, Κ., ‘Η οργάνωση και η δομή της χριστιανικής εκκλησίας κατά τις ποιμαντικές επιστολές’, Διδακτορική Διατριβή, 2017.

Noethlichs, K.L., ‘The Legal framework of religious identity in the Roman Empire’, Group Identity and Religious Individuality in Late Antiquity, 2015.

Ντάβαρης, Α., ‘Ορθοδοξία και Πολιτική κατά την περίοδο της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας’, Μεταπτυχιακή Εργασία.

Παπαγιάννη, Ε., Αρναούτογλου, Η., Δημοπούλου, Α., ‘Ιστορία δικαίου’, 2016.

Plescia, J., ‘On the Persecution of the Christians in the Roman Empire’, Latomus, 1971.

Sherwin-White, A.N., ‘The early persecutions and Roman law again’, The Journal of Theological Studies, 1952.

Tate, J.C., ‘Christianity and the legal status of abandoned children in the later Roman Empire’, Journal of Law and Religion, 2008.

Φλωρίδου, Ε., ‘Ο Μοναχισμός στην Χριστιανική Ανατολή’, Μεταπτυχιακή Εργασία.

Ζωχαρές, Γ., ‘Πίστη και κρατική εξουσία στις Διηγήσεις των Θαυμάτων του αγίου Δημητρίου’, Μεταπτυχιακή Εργασία.