
Όταν σκεφτόμαστε τον 6ο αιώνα, συχνά μας έρχεται στο μυαλό ο Ιουστινιανός, η Αγία Σοφία, ίσως η μεγάλη πανούκλα. Αλλά στα βόρεια σύνορα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, κάτι εξίσου, αν όχι περισσότερο, μόνιμο συνέβαινε, μια τεράστια δημογραφική μετατόπιση που θα άλλαζε τα Βαλκάνια για πάντα. Δεν μιλάμε απλώς για μια ακόμη επιδρομή “βαρβάρων” που έρχονταν για λάφυρα και έφευγαν. Η περίοδος γύρω στο 580 μ.Χ. σηματοδοτεί, για την περιοχή της Μακεδονίας, την αρχή του τέλους του παλαιού ρωμαϊκού κόσμου και την αυγή μιας νέας εποχής. Είναι η στιγμή που οι σλαβικές φυλές, οι Σκλαβηνοί όπως τους αποκαλούν οι πηγές μας, παύουν να είναι απλώς περαστικοί επιδρομείς και γίνονται μόνιμοι κάτοικοι, μια διαδικασία που ξεκίνησε με φωτιά και σίδερο. Η πρώτη σλαβική εγκατάσταση στη Μακεδονία δεν ήταν ένα μεμονωμένο, ξαφνικό γεγονός, αλλά στην πραγματικότητα η βίαιη κορύφωση δεκαετιών αυξανόμενης πίεσης στο σύνορο του Δούναβη, μια πίεση που συχνά ενορχηστρωνόταν από έναν άλλο τρομερό παίκτη της εποχής, τους Αβάρους. Αυτή η εγκατάσταση, ειδικά στα πλούσια και στρατηγικά εδάφη γύρω από τη Θεσσαλονίκη, ήταν τόσο βίαιη όσο και καθοριστική, αναγκάζοντας την αυτοκρατορία να αντιμετωπίσει μια νέα, μόνιμη πραγματικότητα την οποία δεν μπορούσε πλέον να αγνοήσει ή να εξαγοράσει με χρυσό.
Η Κατάρρευση του Συνόρου: Τα Γεγονότα του 580 και η Πολιορκία της Θεσσαλονίκης
Η δεκαετία του 580 δεν ήρθε ξαφνικά, σαν κεραυνός εν αιθρία, όχι. Ήταν το αναμενόμενο, σχεδόν, αποτέλεσμα μιας μακράς, αργής αποσύνθεσης της ρωμαϊκής εξουσίας και παρουσίας στα Βαλκάνια. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία, που μόλις είχε βγει από την «Ιουστινιάνεια» εποχή—μια εποχή τεράστιας στρατιωτικής επέκτασης στη Δύση (Ιταλία, Αφρική, Ισπανία) και εξίσου τεράστιας οικονομικής και δημογραφικής εξάντλησης—ήταν απλά άδεια. Στραγγισμένη οικονομικά από τους αδιάκοπους πολέμους με την Περσική Αυτοκρατορία των Σασσανιδών στην Ανατολή, που ήταν ο μόνιμος, υπαρξιακός εχθρός, και δημογραφικά χτυπημένη από την φρικτή πανούκλα που είχε ξεσπάσει τη δεκαετία του 540, η αυτοκρατορία απλά δεν είχε τους πόρους, ούτε τους άνδρες, για να φυλάξει επαρκώς το μακρύ, πορώδες και δύσκολο σύνορο του Δούναβη. Το περίφημο Limes. Αυτό το κενό εξουσίας, αυτή η στρατιωτική «αραιοκατοίκηση», ήταν μια ανοιχτή πρόσκληση. Και οι πρώτοι που την αποδέχτηκαν με ενθουσιασμό ήταν οι Άβαροι.
Αυτοί οι Άβαροι, μια τουρκική νομαδική συνομοσπονδία από τις στέπες της Κεντρικής Ασίας, ήταν η νέα μεγάλη δύναμη βόρεια των συνόρων, φτάνοντας στα μέσα του 6ου αιώνα και εγκαθιστάμενοι στην πεδιάδα της Παννονίας (τη σημερινή Ουγγαρία), ακριβώς στο μαλακό υπογάστριο του Βυζαντίου. Ήταν τρομεροί πολεμιστές, ιππείς, και κυρίως, ήταν πολιτικά οξυδερκείς. Κατάλαβαν αμέσως την αδυναμία της Κωνσταντινούπολης και άρχισαν αυτό που ήξεραν να κάνουν καλύτερα: τον εκβιασμό. Απαιτούσαν τεράστια ετήσια ποσά σε χρυσό, τα λεγόμενα “δώρα” ή φόρους υποτέλειας, για να εξασφαλίσουν μια εξαιρετικά επισφαλή ειρήνη.
Αλλά οι Άβαροι δεν ήταν το μόνο πρόβλημα, ίσως ούτε καν το κύριο μακροπρόθεσμα. Υπό την πίεσή τους, ή συχνά σε μια πολύπλοκη σχέση υποτέλειας και συμμαχίας μαζί τους, βρίσκονταν οι Σλάβοι. Οι “Σκλαβηνοί”, όπως μας τους περιγράφουν οι βυζαντινές πηγές, δεν ήταν ένας ενιαίος λαός, αλλά μια τεράστια συλλογή από φυλές και ομάδες που μιλούσαν συγγενικές γλώσσες και μοιράζονταν παρόμοιες γεωργικές και στρατιωτικές πρακτικές (κυρίως πεζικό ελαφρά οπλισμένο, που πολεμούσε εξαιρετικά σε δάση και έλη). Για δεκαετίες, από την εποχή του Ιουστινιανού, αυτές οι σλαβικές ομάδες περνούσαν τον Δούναβη. Έκαναν επιδρομές. Λεηλατούσαν τη Θράκη, το Ιλλυρικό, έφταναν βαθιά, μέχρι τη νότια Ελλάδα, την Πελοπόννησο, λεηλατούσαν και συνήθως γυρνούσαν πίσω με λάφυρα και αιχμαλώτους. Μέχρι τη δεκαετία του 570-580, όμως, κάτι θεμελιώδες άλλαζε. Ο χαρακτήρας αυτών των εισβολών μεταλλασσόταν. Από επιδρομή γινόταν μετανάστευση.
Ο Ρόλος του Χαγάνου των Αβάρων
Είναι αδύνατον, πραγματικά, να διαχωρίσει κανείς τα γεγονότα της σλαβικής εγκατάστασης στη Μακεδονία από τη στρατηγική του Αβαρικού Χαγανάτου. Οι Άβαροι ήταν η στρατιωτική γροθιά, ο καταλύτης. Διέθεταν αυτό που έλειπε από τους Σλάβους: το βαρύ ιππικό, την πειθαρχία μιας ενιαίας διοίκησης υπό τον Χαγάνο (τον Μπαγιάν, εκείνη την εποχή) και, κυρίως, την αναπτυσσόμενη πολιορκητική τεχνογνωσία. Δεν ήταν απλώς επιδρομείς· ήθελαν να ελέγχουν εδάφη και λαούς.
Το σημείο καμπής ήταν το 582 μ.Χ. Εκείνη τη χρονιά, μετά από μια εξαντλητική πολιορκία, οι Άβαροι καταλαμβάνουν το Σίρμιο (Sirmium). Το Σίρμιο δεν ήταν απλώς μια πόλη· ήταν το κλειδί του βορειοδυτικού Βαλκανικού συνόρου, ένα τεράστιο ρωμαϊκό οχυρό και διοικητικό κέντρο στον ποταμό Σάβο. Η πτώση του ήταν καταστροφή. Άνοιξε κυριολεκτικά τον δρόμο προς τον νότο. Ο αυτοκράτορας Τιβέριος Β’ και αμέσως μετά ο διάδοχός του, ο Μαυρίκιος (που ανέβηκε στον θρόνο το 582), είχαν τα χέρια τους δεμένα. Ο πόλεμος με την Περσία μαινόταν, και εκεί κρινόταν η επιβίωση της αυτοκρατορίας. Τα Βαλκάνια έπρεπε να περιμένουν.
Ο Χαγάνος των Αβάρων το εκμεταλλεύτηκε πλήρως. Οι πηγές μας—και εδώ πρέπει να είμαστε σαφείς, οι κύριες πηγές μας για αυτά τα γεγονότα είναι τα «Θαύματα του Αγίου Δημητρίου» (μια συλλογή αγιολογικών κειμένων από τη Θεσσαλονίκη που, ευτυχώς για εμάς τους ιστορικούς, περιέχουν ανεκτίμητες, λεπτομερείς περιγραφές των πολιορκιών) καθώς και ιστορικοί όπως ο Θεοφύλακτος Σιμοκάττης—μας δίνουν μια εικόνα συντονισμένης δράσης. Ο Μπαγιάν φαίνεται να ενθάρρυνε ενεργά, αν δεν διέταξε, τις μάζες των Σλάβων που βρίσκονταν υπό την επικυριαρχία του να κινηθούν νότια και να εγκατασταθούν μόνιμα. Ήταν μια κλασική στρατηγική “διαίρει και βασίλευε” ή μάλλον “χρησιμοποίησε και κυριάρχησε”. Οι Σλάβοι θα καταλάμβαναν νέα εδάφη, αποδυναμώνοντας τη βυζαντινή παρουσία εκ των έσω. Ταυτόχρονα, αυτές οι νέες σλαβικές εγκαταστάσεις («Σκλαβηνίες») θα λειτουργούσαν ως υποτελείς στους Αβάρους, παρέχοντάς τους στρατεύματα και προστατεύοντας τα νώτα τους. Ήταν ένα σχέδιο που, βραχυπρόθεσμα, λειτούργησε τέλεια για τους Αβάρους.
Η Μεγάλη Εισβολή και η Αρχή της Εγκατάστασης
Και έτσι φτάνουμε στο κρίσιμο σημείο, στα γεγονότα που κορυφώθηκαν γύρω στο 580 (η χρονολόγηση είναι διαβόητα δύσκολη, οι πηγές είναι ασαφείς, αλλά η μεγάλη πολιορκία της Θεσσαλονίκης τοποθετείται συνήθως γύρω στο 586 μ.Χ., αν και η εισβολή που οδήγησε σε αυτήν είχε ξεκινήσει χρόνια πριν, ίσως από το 580-581). Αυτό που συνέβη δεν ήταν απλώς μια επιδρομή, όσο μεγάλη κι αν ήταν. Ήταν μια ολόκληρη μετακίνηση λαών.
Οι πηγές, ειδικά τα «Θαύματα», μιλούν για έναν στρατό, έναν όχλο, έναν λαό εν κινήσει, που αριθμούσε δεκάδες χιλιάδες, ίσως και εκατό χιλιάδες (οι αριθμοί αυτοί είναι σχεδόν σίγουρα υπερβολικοί, τυπικοί της ρητορικής του τρόμου, αλλά χρησιμεύουν για να μας δείξουν το τεράστιο σοκ που προκάλεσε στους συγχρόνους). Αυτή η τεράστια μάζα αποτελούνταν κυρίως από Σλάβους—οι πηγές αργότερα θα μας δώσουν ονόματα για τις φυλές που εγκαταστάθηκαν γύρω από τη Θεσσαλονίκη: Δρουγουβίτες, Σαγουδάτοι, Βελεγεζίτες, Ρυγχίνοι, Στρυμονίτες—αλλά καθοδηγούνταν από έναν πυρήνα Αβάρων πολεμιστών, που παρείχαν τη στρατιωτική τεχνογνωσία.
Αυτός ο λαός, με τις οικογένειές του στα κάρα, τα ζώα του, τα λιγοστά του υπάρχοντα, πέρασε τον Δούναβη, που ήταν πλέον αφύλακτος, και σάρωσε τα πάντα. Η Θράκη, η Μοισία, και κυρίως η Μακεδονία, ήταν ανυπεράσπιστες. Τα φρούρια της ενδοχώρας, που δεν είχαν επαρκείς φρουρές, έπεφταν το ένα μετά το άλλο. Οι πόλεις που δεν διέθεταν ισχυρά, σύγχρονα τείχη (όπως η Διοκλητιανούπολη, το Τόπειρο) λεηλατήθηκαν και πυρπολήθηκαν. Η ύπαιθρος ερημώθηκε. Ο ρωμαϊκός και εξελληνισμένος πληθυσμός της υπαίθρου αντιμετώπισε μια φρικτή μοίρα: σφαγή, αιχμαλωσία (και πώληση ως σκλάβοι) ή φυγή. Όσοι μπόρεσαν, κατέφυγαν στα μοναδικά ασφαλή μέρη: τις μεγάλες οχυρωμένες παράκτιες πόλεις, όπως η Θεσσαλονίκη και η Κωνσταντινούπολη, ή τα νησιά του Αιγαίου.
Και εδώ βρίσκεται η τεράστια διαφορά, το σημείο καμπής. Σε αντίθεση με όλες τις προηγούμενες επιδρομές, αυτή τη φορά οι Σλάβοι δεν μάζεψαν τα λάφυρα τους για να γυρίσουν βόρεια του Δούναβη. Δεν έφυγαν. Έμειναν.
Αυτή ακριβώς είναι η πρώτη μεγάλη σλαβική εγκατάσταση στη Μακεδονία. Εγκαταστάθηκαν στη γη που μόλις είχαν κατακτήσει, στα εύφορα εδάφη που είχαν ερημωθεί από τους προηγούμενους κατοίκους. Η πλούσια πεδιάδα γύρω από τη Θεσσαλονίκη, οι κοιλάδες του Αξιού (Βαρδάρη) και του Στρυμόνα, μέχρι και οι περιοχές της Θεσσαλίας και της Ηπείρου, γέμισαν από αυτούς τους νέους κατοίκους. Δημιούργησαν αυτό που οι Βυζαντινοί ονόμασαν «Σκλαβηνίες» (Sclaveniae). Αυτές ήταν αυτόνομες, ή ημι-αυτόνομες, περιοχές που βρίσκονταν μεν γεωγραφικά εντός των συνόρων της αυτοκρατορίας, αλλά στην πράξη ήταν εντελώς εκτός αυτοκρατορικού ελέγχου. Κυβερνώνταν από τους δικούς τους φύλαρχους (άρχοντες ή ζουπάνους) και ζούσαν σύμφωνα με τα δικά τους έθιμα. Η ύπαιθρος της Μακεδονίας είχε, μέσα σε λίγα χρόνια, αλλάξει πρόσωπο. Είχε «εκσλαβιστεί», όπως λένε οι ιστορικοί.
Η Πολιορκία της Θεσσαλονίκης: Το Σύμβολο της Αντίστασης
Το αναπόφευκτο επίκεντρο όλου αυτού του δράματος, ο τελικός στόχος, ήταν η Θεσσαλονίκη. Η «συμβασιλεύουσα», η «μεγαλόπολις», η δεύτερη σημαντικότερη πόλη της αυτοκρατορίας στην Ευρώπη μετά την Κωνσταντινούπολη. Ήταν το διοικητικό, στρατιωτικό και οικονομικό κέντρο ολόκληρης της βαλκανικής χερσονήσου. Για τους Σλάβους και τους Αβάρους, η κατάληψη της Θεσσαλονίκης δεν ήταν απλώς συμβολική· θα σήμαινε τον πλήρη έλεγχο της Μακεδονίας, την εξασφάλιση μιας πλούσιας βάσης και, κυρίως, την πρόσβαση στο Αιγαίο Πέλαγος. Ήταν το απόλυτο έπαθλο.
Και έτσι, γύρω στο 586 μ.Χ. (όπως είπαμε, η χρονολογία είναι υπό συζήτηση), ο τεράστιος στρατός των Αβαροσλάβων έφτασε έξω από τα Θεοδοσιανά Τείχη της πόλης.
Η περιγραφή της πολιορκίας στα «Θαύματα του Αγίου Δημητρίου» είναι, χωρίς υπερβολή, κινηματογραφική. Είναι μια από τις πιο ζωντανές περιγραφές πολιορκίας που έχουμε από τον Πρώιμο Μεσαίωνα. Οι συγγραφείς (γιατί πιθανότατα ήταν περισσότεροι από ένας, γράφοντας σε διαφορετικές εποχές) ήταν αυτόπτες μάρτυρες και ο τρόμος τους είναι απτός. Περιγράφουν τους επιτιθέμενους να καλύπτουν την πεδιάδα «σαν θάλασσα», τον αέρα να σκοτεινιάζει από τα βέλη.
Το πιο ανησυχητικό για τους υπερασπιστές ήταν ότι οι «βάρβαροι» δεν ήρθαν απλώς με σκάλες και δόρατα. Έφεραν μαζί τους εξελιγμένες πολιορκητικές μηχανές. Περιγράφονται «χελώνες» (κινητά καλύμματα για να προστατεύουν τους στρατιώτες καθώς πλησίαζαν τα τείχη), τεράστιοι πολιορκητικοί κριοί, καταπέλτες (πετροβόλα) και πύργοι. Αυτή η τεχνολογία ήταν σχεδόν σίγουρα Αβαρικής προέλευσης, ή ίσως, όπως υπονοεί η πηγή, είχαν μαζί τους Βυζαντινούς μηχανικούς-λιποτάκτες που τους βοηθούσαν.
Η πόλη βρέθηκε στο χείλος της αβύσσου. Η φρουρά ήταν τραγικά ανεπαρκής. Ο έπαρχος του Ιλλυρικού μόλις που πρόλαβε να μπει στην πόλη πριν κλείσουν οι πύλες, αλλά ο στρατός του ήταν μικρός. Ο πληθυσμός ήταν πανικόβλητος. Για επτά ημέρες, σύμφωνα με την πηγή, η μάχη μαινόταν ασταμάτητα στα τείχη. Οι επιτιθέμενοι έκαναν τη μία έφοδο μετά την άλλη, μέρα και νύχτα.
Εδώ είναι που η πηγή μας στρέφεται στο υπερφυσικό. Η σωτηρία της πόλης αποδίδεται αποκλειστικά στον πολιούχο της, τον Άγιο Δημήτριο. Περιγράφεται να εμφανίζεται πάνω στα τείχη με στρατιωτική περιβολή, να αποκρούει τους επιτιθέμενους, να προκαλεί σύγχυση στους πολιορκητές, ακόμα και να καίει τις μηχανές τους.
Από μια ψυχρή, ιστορική ανάλυση, τι συνέβη πραγματικά; Η θαυματουργή εξήγηση προφανώς εξυπηρετούσε την ανύψωση του ηθικού και την ενίσχυση της πίστης, αλλά η πόλη όντως σώθηκε. Πιθανότατα, αυτό οφείλεται σε έναν συνδυασμό παραγόντων. Πρώτον, η απίστευτη ανθεκτικότητα και το θάρρος των λιγοστών υπερασπιστών και των πολιτών που πολέμησαν δίπλα τους. Δεύτερον, η ίδια η ποιότητα των τειχών της Θεσσαλονίκης, που ήταν από τα ισχυρότερα στον κόσμο. Τρίτον, η σχετική απειρία των Αβαροσλάβων σε τόσο μεγάλης κλίμακας, παρατεταμένες πολιορκίες. Η οργάνωσή τους και η υλικοτεχνική τους υποστήριξη ίσως κατέρρευσαν μετά από μια εβδομάδα έντονων απωλειών. Και ίσως, όπως συμβαίνει συχνά σε τέτοιες συμμαχίες, να προέκυψαν εσωτερικές διαφωνίες. Οι Σλάβοι ίσως δεν ήταν τόσο πρόθυμοι να πεθάνουν για τους Αβάρους άρχοντές τους σε μια επίθεση που φαινόταν μάταιη.
Τελικά, η πολιορκία λύθηκε. Οι Άβαροι και οι Σλάβοι αποχώρησαν, αφήνοντας πίσω τους τις κατεστραμμένες μηχανές τους.
Αλλά η νίκη αυτή ήταν, στην πραγματικότητα, μια στρατηγική ήττα για το Βυζάντιο. Η Θεσσαλονίκη σώθηκε, ναι, ένα λαμπρό φρούριο. Αλλά παρέμεινε ακριβώς αυτό: μια οχυρωμένη νησίδα ρωμαϊκής εξουσίας που περιβαλλόταν από μια απέραντη, εχθρική (ή στην καλύτερη περίπτωση, ουδέτερη) σλαβική θάλασσα. Η ύπαιθρος, η καρδιά της Μακεδονίας, είχε χαθεί. Οι Σκλαβηνίες ήταν πλέον μια μόνιμη πραγματικότητα. Αυτή η πρώτη σλαβική εγκατάσταση του 580 (και των ετών που ακολούθησαν) δεν ήταν απλώς ένα επεισόδιο. Ήταν το θεμελιώδες γεγονός που διαμόρφωσε τον νέο εθνολογικό και πολιτικό χάρτη των Βαλκανίων για τους επόμενους αιώνες. Η αυτοκρατορία δεν θα προσπαθούσε ποτέ ξανά, ρεαλιστικά, να τους εκδιώξει. Αντ’ αυτού, θα ξεκινούσε έναν μακρύ, αμφίδρομο αγώνα αιώνων για να τους αφομοιώσει, να τους εκχριστιανίσει και να τους ενσωματώσει στη βυζαντινή σφαίρα επιρροής. Η Μακεδονία, όπως την ήξερε ο ρωμαϊκός κόσμος, είχε τελειώσει.

