
Η Μεγάλη Βρετανία, η κυρίαρχη ναυτική δύναμη της εποχής και στυλοβάτης της Ιεράς Συμμαχίας, αρχικά αντιμετώπισε την Ελληνική Επανάσταση με μια στάση απόλυτης εχθρότητας, απορρίπτοντας κάθε ελληνικό αίτημα και υποστηρίζοντας σθεναρά την ακεραιότητα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Ωστόσο, από τις αρχές του 1823, η άκαμπτη αυτή αγγλική πολιτική άρχισε να μεταβάλλεται σταδιακά, με την αναγνώριση του θαλάσσιου αποκλεισμού των τουρκικών ακτών από τον ελληνικό στόλο, στις 25 Μαρτίου 1823, να σηματοδοτεί την επίσημη έναρξη μιας νέας εποχής στις ελληνοβρετανικές σχέσεις. Η απόφαση αυτή, η οποία αναγνώριζε για πρώτη φορά εμπόλεμα δικαιώματα στους Έλληνες ναυτικούς, προκάλεσε ριζικές αλλαγές στη διεθνή διπλωματική σκηνή, σηματοδοτώντας την απαρχή μιας νέας πορείας για την Ελλάδα.
Η μεταστροφή της βρετανικής πολιτικής συνέπεσε με την ανάληψη του Υπουργείου Εξωτερικών από τον Γεώργιο Κάννινγκ, αν και δεν οφειλόταν αποκλειστικά στον φιλελληνισμό του. Τα γεγονότα είχαν ωριμάσει την ανάγκη τροποποίησης της άκαμπτης πολιτικής του δόγματος της τουρκικής ακεραιότητας, με την τυφλή εξυπηρέτηση της οποίας ανησυχούσε πλέον και το συντηρητικό κόμμα.
Οι Διεθνείς Ζυμώσεις και η Νέα Αγγλική Πολιτική
Όπως εύστοχα επισημαίνει ο Α.Σ. Κυμουρτζής, η στροφή της βρετανικής πολιτικής αντανακλούσε τις ζυμώσεις στον διεθνή χώρο, καθώς οι μετασεισμοί της ναπολεόντειας κατάρρευσης άρχιζαν να κοπάζουν, σηματοδοτώντας την απαρχή μιας νέας εποχής. Ο Κάννινγκ, αν και συντηρητικός, εμφανίστηκε ως ο δραστήριος και οξυδερκής διπλωμάτης που θα υλοποιούσε τις νέες κατευθύνσεις της αγγλικής διπλωματίας, τις οποίες η κοινή γνώμη είχε επανειλημμένως ζητήσει.
Σε ένα περίπλοκο διεθνές περιβάλλον, με τις μεγάλες δυνάμεις να επαναπροσδιορίζουν τη θέση τους και να αντιμετωπίζουν την άνοδο των εθνικών κινημάτων, ο Κάννινγκ χάραξε μια ευέλικτη πολιτική, συνδυάζοντας την προάσπιση των βρετανικών συμφερόντων με την προσαρμογή στις νέες πραγματικότητες. Δεν αποκάλυψε άμεσα τους νέους προσανατολισμούς, αλλά κινήθηκε με σύνεση και επιφυλακτικότητα, καραδοκώντας τις εξελίξεις.
Η εγκατάλειψη των ομόθρησκων Ελλήνων από τον Τσάρο, χάριν της Ιεράς Συμμαχίας και των ρωσικών βλέψεων στη Μεσόγειο, κατέλυσε τις ανησυχίες για τις συνέπειες της ελληνικής χειραφέτησης, ενώ πολλοί Άγγλοι πολιτικοί πίστευαν ότι η Αγγλία έπρεπε να σπεύσει να εφαρμόσει τη νέα πολιτική, πριν ο Τσάρος ανανήψει από την επιρροή του Μέττερνιχ και επανέλθει στα σχέδια ρωσικής κηδεμονίας των χριστιανών της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Η μεταστροφή αυτή σηματοδότησε την επάνοδο στην παραδοσιακή αγγλική αυτοτέλεια, με τις πρώτες ενδείξεις να εμφανίζονται στις αρχές του 1823, όταν ο Ύπατος Αρμοστής των Ιονίων Νήσων, Θωμάς Μαίτλαντ, έκλεισε τα μάτια στις φιλελληνικές εκδηλώσεις των Επτανησίων και επέτρεψε τον εφοδιασμό των ελληνικών πλοίων. Ο θάνατός του τον Ιανουάριο του 1823 διευκόλυνε την απροκάλυπτη εκδήλωση της νέας πολιτικής.
Η Αναγνώριση του Αποκλεισμού: Ορόσημο για τον Αγώνα
Η πλέον χαρακτηριστική εκδήλωση της νέας πολιτικής, και ορόσημο στην διπλωματική ιστορία του Αγώνα, ήταν η αναγνώριση του αποκλεισμού των τουρκικών ακτών από τους Έλληνες. Όπως τονίζει ο J.S. Koliopoulos, η απόφαση αυτή αποτέλεσε την πρώτη επίσημη αναγνώριση εμπολέμων δικαιωμάτων στους Έλληνες από μια μεγάλη δύναμη.
Από τον Μάρτιο του 1822, η επαναστατική κυβέρνηση είχε κηρύξει τον αποκλεισμό, ο οποίος όμως έμενε γράμμα κενό, καθώς τα ευρωπαϊκά κράτη δεν αναγνώριζαν την ύπαρξη ελληνικού κράτους και επομένως την εφαρμογή των περί εμπολέμων διατάξεων του διεθνούς δικαίου. Ωστόσο, από τις αρχές του 1823, ο αγγλικός στόλος είχε λάβει οδηγίες να συμπεριφέρεται ευμενώς προς τους Έλληνες ναυτικούς.
Σε μια εποχή όπου η διεθνής διπλωματία χαρακτηριζόταν από δυσπιστία προς τα επαναστατικά κινήματα και η Ιερά Συμμαχία καταστέλλει κάθε φιλελεύθερη εξέγερση, η βρετανική αναγνώριση του ελληνικού αποκλεισμού, στις 25 Μαρτίου 1823, σηματοδότησε μια ριζική μεταβολή.
Η πρώτη ναυτική δύναμη του κόσμου αναγνώριζε πλέον τους Έλληνες ναυτικούς, τους οποίους έως τότε περιφρονούσε, και τους παραχωρούσε δικαιώματα που ανήκαν μόνο σε οργανωμένα κράτη.
Η αναγνώριση αυτή, έστω και de facto, εμπολέμων δικαιωμάτων στους Έλληνες, βάσει του διεθνούς δικαίου, ισοδυναμούσε σχεδόν με την αναγνώριση της ύπαρξης μιας πολιτικής οντότητας, την οποία η Ευρώπη αγνοούσε. Το γεγονός προκάλεσε κατάπληξη, καθώς φανέρωνε μια σημαντική μεταβολή στον διεθνή ορίζοντα, προς όφελος της αγωνιζόμενης Ελλάδας.
Οι Έλληνες ανέμεναν και την αποστολή Άγγλων διπλωματών, ως επισφράγιση της πολιτικής αναγνώρισης. Η ρωσική επιρροή έχανε έδαφος και το έθνος έστρεφε τις ελπίδες του προς τη Μεγάλη Βρετανία. Η αγγλική χειρονομία αποτέλεσε την απαρχή των μετέπειτα διεθνών διαπραγματεύσεων επί του ελληνικού ζητήματος, σε νέες βάσεις.
Διπλωματικές Ζυμώσεις στην Κωνσταντινούπολη
Η νέα πολιτική του Κάννινγκ συνέχιζε να παρέχει, με σύνεση και επιφυλακτικότητα, δείγματα ευμενείας προς τον ελληνικό αγώνα. Όπως παρατηρεί ο Y. Kotsonis, η μεταστροφή απέφευγε να εγκαταλείψει ρητώς το δόγμα της τουρκικής ακεραιότητας, διατηρώντας μια λεπτή ισορροπία.
Ο πρεσβευτής στην Κωνσταντινούπολη, Στράγκφορντ, έλαβε οδηγίες να πάψει να εμφανίζει τη Μεγάλη Βρετανία ως τον αμείλικτο υπερασπιστή της Ιεράς Συμμαχίας και της τουρκικής ακεραιότητας. Σε ένα περίπλοκο διπλωματικό περιβάλλον, με την οθωμανική διοίκηση να παρακολουθεί με ανησυχία τις εξελίξεις, ο Στράγκφορντ άρχισε να διαφοροποιεί σταδιακά τη στάση του, με προσοχή και αποφεύγοντας τις προκλήσεις.
Στις συνομιλίες του με τους Τούρκους αξιωματούχους, ο Στράγκφορντ, προς αγανάκτησή τους, άρχισε να μιλά για δικαιολογημένο ενδιαφέρον της Βρετανίας για τους Έλληνες και για την ανάγκη βελτίωσης της θέσης τους. Παράλληλα, ο διοικητής της αγγλικής μοίρας του Αιγαίου, Χάμιλτων, επικοινωνούσε με Έλληνες πολιτικούς και ενίσχυε την ιδέα να ζητήσουν επίσημα την βρετανική επέμβαση, για τη λήξη των εχθροπραξιών και την εγκαθίδρυση ηγεμονίας στην Ελλάδα, υποτελούς στον Σουλτάνο.
Οι διπλωματικές αυτές ζυμώσεις διαμόρφωναν ένα νέο πλαίσιο στις ελληνοβρετανικές σχέσεις. Η προσέγγιση γινόταν σταδιακά, με τους Έλληνες να ζητούν εγγυήσεις πριν προχωρήσουν σε επίσημη αίτηση, ενισχύοντας ωστόσο την ιδέα της σωτηρίας τους μέσω βρετανικής επέμβασης.
Η κινητικότητα αυτή αντανακλούσε τις ευρύτερες μεταβολές στην βρετανική εξωτερική πολιτική, με την οποία η Μεγάλη Βρετανία επαναπροσδιόριζε τη θέση της στο μεταναπολεόντειο σύστημα και διαμόρφωνε μια νέα προσέγγιση στο Ανατολικό Ζήτημα, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντά της και τις νέες πραγματικότητες που διαμορφωνε η ελληνική επανάσταση.
Τα Επτάνησα: Κέντρο Στήριξης του Αγώνα
Υπό τον νέο Ύπατο Αρμοστή, Φρειδερίκο Άδαμ, τα Ιόνια Νησιά έγιναν κομβικό σημείο ενίσχυσης του ελληνικού αγώνα, σηματοδοτώντας την ουσιαστική στροφή της αγγλικής πολιτικής. Σε μια περίοδο έντονων διπλωματικών ζυμώσεων, η βρετανική διοίκηση υιοθέτησε μια στάση διακριτικής υποστήριξης προς τους επαναστατημένους, επιτρέποντας τη χρήση των νησιών ως βάσεων ανεφοδιασμού και οργάνωσης.
Η μετάβαση στη νέα πολιτική έγινε με προσοχή, καθώς η βρετανική διοίκηση έπρεπε να ισορροπήσει μεταξύ ουδετερότητας και πρακτικής υποστήριξης. Τα φιλελληνικά κομιτάτα μετέφεραν τη δράση τους στην Κέρκυρα, σηματοδοτώντας την έναρξη της αλλαγής.
Σε ένα περίπλοκο γεωπολιτικό περιβάλλον, η μετατροπή των Ιονίων Νήσων σε άτυπη βάση υποστήριξης αποτέλεσε επιδέξια διπλωματική κίνηση. Ο Γ. Αλογοσκούφης υπογραμμίζει ότι η στρατηγική αυτή επέτρεψε στη Βρετανία να διατηρήσει τον ρόλο της ως εγγυήτριας δύναμης, ενισχύοντας ταυτόχρονα τη θέση της στην περιοχή.
Η βρετανική διοίκηση, καθοδηγούμενη από το Λονδίνο, άρχισε να επιδεικνύει ανοχή στις φιλελληνικές οργανώσεις και να διευκολύνει τον ανεφοδιασμό των ελληνικών πλοίων. Οι νησιώτες δρούσαν ελεύθερα και το εμπόριο άνθιζε.
Η νέα πραγματικότητα στα Ιόνια Νησιά αντανακλούσε τη γενικότερη μεταστροφή, με την οποία η Μεγάλη Βρετανία αναγνώριζε την ανάγκη προσαρμογής της στα νέα δεδομένα της ελληνικής επανάστασης. Η πολιτική αυτή, αν και εφαρμόστηκε σταδιακά, σηματοδότησε μια ουσιαστική αλλαγή και συνέβαλε καθοριστικά στην ενίσχυση του Αγώνα.
Το Πρώτο Δάνειο: Έμπρακτη Στήριξη
Με την ανοχή του Κάννινγκ, απεσταλμένοι της ελληνικής κυβέρνησης πέτυχαν στο Λονδίνο, στις αρχές του 1824, τη σύναψη δανείου 800.000 λιρών, επιβεβαιώνοντας έμπρακτα τη μεταστροφή της αγγλικής πολιτικής. Η διαπραγμάτευση αυτή, σε ένα περίπλοκο διπλωματικό περιβάλλον, αποτέλεσε θρίαμβο του ελληνικού κομιτάτου του Λονδίνου.
Το δάνειο αυτό, παρά τον υψηλό τόκο του, είχε τεράστια σημασία για τον Αγώνα. Ελληνικό κράτος δεν υπήρχε ακόμα, αλλά η παραχώρηση του δανείου, παρά το ρίσκο για τους Άγγλους τραπεζίτες, φανέρωνε μια αλλαγή.
Σε μια εποχή όπου οι Έλληνες αγωνιστές αντιμετώπιζαν σοβαρές ελλείψεις και δυσκολίες, το δάνειο αποτέλεσε ανεκτίμητη συμβολή, επιτρέποντας τη συνέχιση του Αγώνα. Η διπλωματική του σημασία ήταν ακόμα μεγαλύτερη, καθώς φανέρωνε τις διαθέσεις της αγγλικής κυβέρνησης, παρότι δεν είχε αναμειχθεί επίσημα.
Η σύναψη του δανείου επιβεβαίωσε έμπρακτα τη νέα πολιτική και εδραίωσε την αντίληψη ότι η Μεγάλη Βρετανία, παρά τις διακηρύξεις περί ουδετερότητας, αναγνώριζε την ελληνική επανάσταση και προσαρμοζόταν στα νέα δεδομένα. Η εξέλιξη αυτή επηρέασε και τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, συμβάλλοντας στη διαμόρφωση ενός ευνοϊκότερου διεθνούς περιβάλλοντος για τον ελληνικό αγώνα.
Η αναπροσαρμογή της βρετανικής εξωτερικής πολιτικής το 1823-1824 αποτέλεσε καθοριστικό παράγοντα για την έκβαση της Ελληνικής Επανάστασης και τη διαμόρφωση του νεοελληνικού κράτους. Μέσα από μια περίπλοκη διπλωματική διαδικασία, η αναγνώριση του ελληνικού αποκλεισμού και η σύναψη του πρώτου δανείου σηματοδότησαν μια νέα εποχή στις ελληνοβρετανικές σχέσεις. Η μεταστροφή αυτή επηρέασε και τις άλλες ευρωπαϊκές δυνάμεις, συμβάλλοντας στην τελική επικράτηση του ελληνικού αγώνα.
Ο Φιλελληνισμός και η Ελληνική Επανάσταση
Παράλληλα με τις διπλωματικές ζυμώσεις και τις πολιτικές εξελίξεις, η Ελληνική Επανάσταση βρήκε θερμή υποστήριξη και από το φιλελληνικό κίνημα, το οποίο αναπτύχθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη και την Αμερική. Ο φιλελληνισμός, εμπνευσμένος από τα ιδανικά της ελευθερίας και της δημοκρατίας, αλλά και από την κλασική παιδεία και τον θαυμασμό για τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό, κινητοποίησε πλήθος ανθρώπων από διαφορετικά κοινωνικά στρώματα, οι οποίοι έσπευσαν να προσφέρουν ηθική, υλική και στρατιωτική βοήθεια στον αγώνα των Ελλήνων.
Πολλοί διακεκριμένοι λόγιοι, καλλιτέχνες και πολιτικοί τάχθηκαν υπέρ της ελληνικής υπόθεσης, ενώ εθελοντές από διάφορες χώρες, όπως ο Λόρδος Βύρων, ο Σανταρόζα και ο Φαβιέρος, έσπευσαν να πολεμήσουν στο πλευρό των Ελλήνων. Ο φιλελληνισμός συνέβαλε καθοριστικά στην ευαισθητοποίηση της διεθνούς κοινής γνώμης και στην άσκηση πίεσης προς τις ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, ώστε να αναλάβουν δράση για την υποστήριξη της Ελλάδας.
Η συνεισφορά του φιλελληνικού κινήματος υπήρξε πολύπλευρη και ανεκτίμητη. Εκτός από την ηθική και υλική βοήθεια, ο φιλελληνισμός συνέβαλε και στη διάδοση των ιδεών του ελληνικού αγώνα, συμβάλλοντας στην ανάδειξη της σημασίας του για την Ευρώπη και τον κόσμο.
elpedia.gr
Βιβλιογραφία
ΑΣ Κυμουρτζής – Η επιρροή των υπερδυνάμεων στη γεωπολιτική θέση της Ελλάδας μετά την σύσταση του νέου Ελληνικού κράτους (2019)
Θ Κατσουγιαννόπουλος – Η εξωτερική επέμβαση στην επαναστατημένη Ελλάδα (2020)
JS Koliopoulos – Modern Greece: A history since 1821 (2009)
Y Kotsonis – 1821 (2020)
G Alogoskoufis – The state and the economy of modern Greece: key drivers from 1821 to the present (2023)